γεννηταρούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννηταρούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννηταρούδι τό, Πέλοπν. (Σπάρτ. Τρίπ.)-Γ.Βλαχογιάνν., Γῦρ. ἀνέμ. 71. Ν.Ἑστ. 27 (1940), 536.-Λεξ. Βλαστ. 393.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεννητάρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἀρτιγέννητον βρέφος ἔνθ’ ἀν.: Βλέπουν ἕνα μικρὸ παιδί, γεννηταρούδι Σπάρτ. Τρίπ. Αὐτὸ τὸ γεννηταρούδι θὰ πάρῃ γυναῖκα τὴ θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Γ.Βλαχογιάνν., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἐν λ. γεννησιˬαρούδι. 2)Τὸ νεογνὸν τῶν ζῴων Ν. Ἑστ., ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τόσο ἡ πεντάμορφη γιˬὰ τ’ ἄπλερα καλὴ τὰ δροσερὰ τῶν ἄγριων λιˬονταριˬῶν γεννηταρούδιˬα Συνών. γεννητάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/