γεννητιˬὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννητιˬὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννητιˬὸ τό, γεννητίο Μέγαρ. γεννητιˬὸ Ἄνδρ. Πελοπν. (Ἀναβρ.) Σῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 65.

Σημασιολογία

1)Ἡ γέννησις Ἄνδρ. Μέγαρ. Σῦρ.: Λέγανε γιˬὰ μιˬὰ Μεγαρίτισσα, ποὺ πέθανε ὕστερ’ ἀπὸ τὸ γεννητίο τσαὶ ἄφησε τὸ παιδὶ ζωdανὸ Μέγαρ. || Φρ. Ἀπὸ γεννητιˬοῦ (ἐκ γεννήσεως) Ἄνδρ. Σῦρ. Συνών. γέννα 1. 2)Ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν γεννοῦν τὰ αἰγοπρόβατα Πέλοπν. (Ἀναβρ.): Θά ’ρθῃ τὸ γεννητιˬό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/