ἀργυρολάγυνο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυρολάγυνο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργυρολάγυνο τό, ἀμάρτ. ἀργυρολάυνο Νάξ. (Δανακ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. λαγύνι.

Σημασιολογία

Λάγυνος ἀργυρᾶ: ᾎσμ. Παίρνω τ᾽ ἀργυρολάυνο ᾿ς τὴ βρύσι κατεβαίνω, ᾿ς τὸ δρόμο ὁπὀπάαινα τὸ Θεˬὸν ἐπαρακάλου (ὁπὀπάαινα=ὁποὺ πάγαινα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/