γεννοβόλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννοβόλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεννοβόλημα τό, Κρήτ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)-Κ. Μπαστ., Ἁλιευτ., 74-Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βλαστ. 392 γιννουβό’μα Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρνάν.) ’εννοβόλιμσα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γεννοβολῶ.
Σημασιολογία
Τὸ συχνάκις τίκτειν, τὸ πλῆθος τῶν γεννήσεων ἔνθ’ ἀν.: Ἅμα θ’ ἀρχίσῃ τὸ γεννοβόλημα ἡ κουνέλα, θὰ γιˬομίσωμε κουνέλιˬα Κίτ. Γεννοβολήματα ἔχομε σήμερο Κρήτ. Εἶdα ’εννοβόλισμά ’τον εὐτό; Δυˬὸ τρία πρέπει πὼς κάνου dὸ χρόνο Ἀπύρανθ. Χιλιˬάδω χρονῶ γεννοβολήματα φτε͜ιάξανε τοῦτα τὰ νησιˬὰ ποὺ ἡ ρίζα τους βρίσκεται ’ς τὶς σαράντα καὶ ’ς τὶς πενήντα ὀργυˬιˬὲς Κ.Μπαστ., ἔνθ’ ἀν. Τὸ γεννοβόλημα τῆς γουρούνας-τῆς σκύλλας -τῆς γάττας Λεξ. Δημητρ. Ἡ γειτόνισσα δὲ σταματᾷ τὸ γεννοβόλημα αὐτόθ. Συνών. γεννοβολημός, γεννοβολιˬά, γεννοβολιˬό, γεννολόγημα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA