γεννοβολιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννοβολιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεννοβολιˬὰ ἡ, Λεξ. Βλαστ. 392 Δημητρ. ’εννοβολιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεννοβόλι, δι’ ὃ ἰδ. γεννοβολιˬό, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
1)Γέννηση, ὅ ἰδ., Λεξ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Δημητρ.: Σὲ μιˬὰ γεννοβολιˬὰ ἡ κουνέλα ἔβγαλε πέντε Λεξ. Δημητρ. 2)Ὁ πολὺς τόκος, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)-Λεξ. Δημητρ.: Ἡ αά μου ’τον ἀποὺ τὴν ’εννοβολιˬὰ τῶν Χάρκηδων. Ἑφτὰ ἀδερφοὶ ἤτονε καὶ μιˬὰ θυατέρα Ἀπύρανθ. || Γνωμ. Γεννοβολιˬὲς τῶν κοπαδιˬῶν, χαρὲς κρυφὲς τοῦ λύκου (ἐπὶ ἅρπαγος ἐποφθαλμιοῦντος τὰ ἀφθονοῦντα ἀλλότρια) Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἐν λ. γεννοβόλημα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA