γεννοβολιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννοβολιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεννοβολιˬάζω ἀμάρτ. ’εννοβολιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεννοβολῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάζω.

Σημασιολογία

Γεννῶ κατὰ συχνὰ χρονικὰ διαστήματα: Ἤσωσε g’ ἐπιˬάσαν οἱ κακορρίζικοι ψεῖρα, κ’ ἡ ψεῖρα ’εννοβολιˬάζει καὶ θὰ τσὶ φᾶνε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/