γεννοβολιˬὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννοβολιˬὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννοβολιˬὸ τό, Πελοπν. (Τριφυλ.) γιννουβουλιˬὸ Θεσσ. (Μελιβ. Μεταξοχώρ.) Μακεδ. γεννοβόλι Κέρκ.-Κ.Παλαμ., Δειλοὶ καὶ σκληρ. στίχ.2, 63 Κ.Θεοτόκ., Γεωργ. Βιργιλ., 5, 43, 44-Λεξ. Βλαστ. 392 Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -βολιˬό, δι’ ἣν ἰδ. -βόλι. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Γ.Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 242 κἑξ.

Σημασιολογία

1)Γεννητούριˬα, ὃ ἰδ., Θεσσ. (Μελιβ. Μεταξοχώρ.): Ἔχουμι γιννουβουλιˬὸ Μελιβ. 2) Γεννοβόλημα ὃ ἰδ., Κέρκ. Μακεδ. Πελοπν. (Τριφυλ.)-Κ.Παλαμ., ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν. Δημητρ.: Ἄρχισε τὸ γεννοβόλι ἡ γυναῖκα του, πο͜ιὸς ξέρει πόσα θ’ ἀραδιˬάσῃ Κέρκ. Γιννουβουλιˬὸ ἰδῶ μπό’κου Μακεδ. || Ποιήμ. Πρῶτος ἐσὺ παράδωκες τὰ ζὰ τῆς Ἀφροδίτης κιˬ ἀπὸ τὸ γεννοβόλι τους ξανάνιˬωνε τὸ σόι Κ.Θεοτόκ., ἔνθ’ ἀν., 44. ’Σ τὰ νύχιˬα σου εἶναι ὁ νοῦς, καρδιˬά σου τὸ λιοπύρι γεννοβόλι, φαγὶ καὶ ὢ χάϊδεμα, ὢ ραχάτι! Κ.Παλαμ., ἔνθ’ ἀν. 2)Τὸ τέκνον Κ.Θεοτόκ., ἔνθ’ ἀν., 43-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Βγῆκε ’ς τὸ σεριˬάνι μ’ ὅλο τὸ γεννοβόλι της Λεξ. Δημητρ. Νὰ πάρῃ ὁ διˬάολος σένα κιˬ ὅλο τὸ γεννοβόλι σου αὐτόθ. Ἔχτρωμα εἶναι τὸ γεννοβόλι της αὐτὸ αὐτόθ. || Παροιμ. Τὸ ἀφύλαγο γεννοβόλι τῆς κουνέλας ὣς κιˬ ὁ κούνελος τὸ πνίγει (ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων, τῶν ὑποκειμένων πάντοτε εἰς ἀδικίαν ἢ ὄλεθρον καὶ ὑπὸ τῶν οἰκείων των ἀκόμη, ἂν δὲν λαμβάνηται ὑπὲρ αὐτῶν πρόνοια) Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Τοῦ Ἀσσαράκου τὸ γεννοβόλι κ’ ἡ σειρὰ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ Δία Κ.Θεοτόκ., ἔνθ’ ἀν. 43.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/