ἀργυρομαστραπᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυρομαστραπᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀργυρομαστραπᾶς ὁ, Κάρπ. Λυκ. (Μάκρ.) Νίσυρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρός καὶ τοῦ οὐσ. μαστραπᾶς.

Σημασιολογία

Ἀργυροῦν ποτήριον ἔνθ᾽ ἀν.: ᾊσμ. Παίρνει λαγύνιν ἀργυρόν καὶ στάμναν ἀσημένην, παίρνει κιˬ ἀργυρομαστραπᾶν καὶ ᾽ς τό νερό πηγαίνει Μάκρ. Πέρασε, χαιˬδεμένε μου κιˬ ἀργυρομαστραπᾶ μου, κ’ ἐσύ ᾽σαι ποῦ τὰ μάρανες τὰ φύλλα τῆς καρδιˬᾶς μου Νίσυρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀργυροκαύκιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/