ἀχάιδευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχάιδευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχάιδευτος ἐπίθ. κοιν. ἀχάιδιφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀχάιδευτε Τσακων. ἀχάδευτος Κύπρ. κ.ἀ. ἀχάδιφτους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαιˬδευτός<χαιˬδεύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ θωπευόμενος ἢ ὁ μὴ θωπευθεὶς ἐξ ἔρωτος ἢ στοργῆς κοιν. καὶ Τσακων.: Γυναῖκα ἀχάιδευτη. Παιδὶ - κορίτσι ἀχάιδευτο κοιν. || Φρ. ᾿Ορφανό κιˬ ἀχάιδευτο. Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Δύσκουλου εἶνι γιˬὰ νὰ βρῇς ἀμύριστη καννέλλα, ἀχάιδιφτου βασιλικὸ τσ᾿ ἀφίλητη κουπέλλα Λέσβ. Συνών. ἀκανάκευτος. 2) Ὁ μὴ περιβαλλόμενος μὲ στοργὴν σύνηθ.: Ποίημ. Μήπως καὶ τοῦ Χάροντα | καθὼς θὰ σὲ κοιτάξῃ τοῦ φανῇς ἀχάιδευτο | καὶ σὲ παραπετάξῃ ΚΠαλαμ. Τάφ.2 19.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/