ἀργυρόπατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυρόπατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀργυρόπατος ὁ, ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 103,168.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρός καὶ τοῦ οὐσ. πάτος.
Σημασιολογία
Ἀργυροῦς πυθμήν: Παροιμ. Ἡ παδέλλα ἐπαινέθη | ἀργυρόπατο πῶς ἔχει κ’ ἡ κουτάλα τσ᾿ ἀπεκρίθη, | ὅπως εἴσ᾽ ἐγὼ σὲ ξέρω (ἐπὶ τοῦ καυχωμένου δι’ ἀνύπαρκτον προτέρημα, μὴ γινομένου δὲ πιστευτοῦ ὑπὸ τῶν ἄλλων καλῶς γνωριζόντων τὰ κατ᾿ αὐτόν. παδέλλα=τηγάνι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA