βουρκόψαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρκόψαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουρκόψαρο τό, Κεφαλλ.-Λεξ. Ψύλλ. Βλαστ. 433.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βοῦρκος καὶ ψάρι

Σημασιολογία

Ἰχθὺς διαιτώμενος εἰς πυθμένα βορβορώδη ἔνθ. ἀν. : Οἱ σάρπες εἶναι βουρκόψαρα Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/