ἀργυροπέταλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροπέταλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργυροπέταλο τό, Ἤπ. κ.ἀ.-ΣΖαμπελ. ᾎσμ. δημοτ. 669.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. πέταλο.
Σημασιολογία
Ἀργυροῦν πέταλον τῆς ὁπλῆς τοῦ ἵππου ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Δὲ μπορῶ, μαῦρε, νὰ πάγω, | τι κοντεύω νὰ πεθάνω, σῦρε σκάψε μὲ τὰ νύχιˬα, | μὲ τ’ ἀργυροπέταλά σου κ’ ἔπαρ᾿ με μὲ τὰ δόντιˬα, | ρῖξε με μέσα ’ς τὸ χῶμα (ταῦτα λέγει ὁ ἐτοιμοθάνατος ἱππεὺς πρὸς τὸν ἵππον του) ΣΖαμπέλ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA