βουρλαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρλαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουρλαίνω Ἤπ. -Λεξ. Πρω.Δημητρ.βουρλαίνου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μέσ. βουρλαίνουμι. Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουρλίζω. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὰ συνών. μουρλαίνω, τρελλαίνω.
Σημασιολογία
1) Τρελλαίνω Ἤπ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) -Λεξ. Πρω.Δημητρ. : Μὶ βούρλαν’ οὑ ζουρλὸς Ζαγόρ. 2) Μεταφ. καταπονῶ, κατατρύχω, ἐξαντλῶ Ἤπ. : Μ’ ἐβούρλανε τὸ κεφάλι (ἔχω ἰσχυρὰν κεφαλαλγίαν). Βουρλάθηκα ἀπὸ τὸ κεφάλι (ὁμοίως) 3) Μέσ. παθαίνω ἀπὸ τὴν διστομίτιδα νόσον τῶν προβάτων Ἤπ. Μακεδ. (Βλάστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA