ἀργυρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργυρὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀργύρος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄργυρος Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κέρκ. Μακεδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) ἄργυρους Ἤπ. (Ἀρτ. κ.ἀ.) Μακεδ. ἀργιˬουρὸς Αἴγιν. ἀργουρὸς Αἴγιν. ἀρgυρὸς Ρόδ. ἀρκυρὸς Κύπρ. ἄρκυρος Κύπρ. ἀργυρὲς Σκῦρ. Οὐδ. ἀργυρὶν Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀργυρός, ὁ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀργυροῦς. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,148 καὶ 2,263. Περὶ τοῦ μεταπλασμοῦ τοῦ οὐδ. ἀργυρὶν ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾶ. 37 (1925) 169 κἑξ. Οἱ παροξύτονοι καὶ προπαροξύτονοι τύπ. ἐγεννήθησαν διὰ μετρικοὺς λόγους, διότι τὸ ἐπίθ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπαντᾶται εἰς ᾄσματα.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐξ ἀργύρου κατεσκευασμένος, ἀργυροῦς (πολλάκις ἡ λέξις μάλιστα εἰς τὰ δημοτικὰ ᾄσματα τίθεται ἄνευ εἰδικῆς κυριολεκτικῆς ἢ μεταφορικῆς σημασίας, ἀλλ᾽ ἁπλῶς ὡς ἐπίθετον κοσμητικόν, ὡς γῆ ἀργυρῆ, ἀργυρᾶ ριζία, ἄργυρη τσέπη, ἀργυρὸ κλαδάκι κττ.) κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾊσμ. Τῆς ξένης καὶ τῆς ὀρφανῆς τῆς πολυπικραμένης ποῦ σοῦ ’χα κούνιˬες ἀργυρές, φασκιˬὲς μαλαματένιˬες Ἄνδρ. Ἡ μάννα ποῦ σὲ γέννησε χρουσῆ ’ταν ἡ κοιλιˬά τσης, μαλαματένιˬοι οἱ πόνοι τσης κιˬ ἄργυρα τὰ σκαμνιˬά τσης Κρήν. Ὅντε μὲ κρυφοτάγιζε ’ς τὸ γῦρο τῆς ποδεˬᾶς της καὶ μὲ ἐγλυκοπότιζε μ᾽ ἀργυρὸ ποτηράκι Κορσ. Ἀργυρὸ ξουράφι | καὶ μαλαματένιˬο, τραύα γάλη γάλη | σὲ γαμπροῦ κεφάλι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θελὰ σοῦ στείλω, χρουσοφέ, ἕνα δραμάτσ’ ἀσήμι νὰ κάμῃς γκόλφι τσαὶ σταυρὸ τσ᾽ ἀργιˬουρὸ δαχτυλίδι. Αἴγιν. Ἔβγανε τὸ μαχαίρι του ἀπ᾿ ἀργουρὸ φηκάρι τσαὶ τὸ τσεφάλι τ᾿ ἔκοψε σὰν ἄξο παλληκάρι αὐτοθ. Ἐφέραν τὸ χρουσὸν βκιˬολὶν ταὶ τ᾽ ἄρκυρον δοξάριν, μιˬὰν δοξαρκὰν ἔν’ ποῦ ’δωσεν τ’ ἡ κόρη ἐλ-λιώθην Κύπρ. Ἀφίνω σε χρυσὸν σταυρὸν κιˬ ἀργύρο δαχτυλίδιν Τραπ. Χαλδ. Στήνει τους τάβλαν ἀρκυρῆν, ποτήριν ταὶ τερνᾷ τους Κύπρ. Πάει κ᾽ ἔρται καὶ κεράζ’ τον ἀσ’ τ᾿ ἀργυρὶν πεγάδιν Κερασ. Χαλδ. Οἱ Τοῦρκ’ ὅνταν ἐκούρσευαν τὴν Πόλ’, τὴ Ρωμανίαν, ἐπάτ’νανε τὰ ἐγκλησιˬὰς κ᾽ ἐπαίρ’ναν τἀ εἰκόνας, ἐπαίρ’νανε χρυσᾶ σταυρούς, ἀργύρα μαστραπάδας Κερασ. Γιˬὰ βάλι τοὺ χιράκι σου ’ς τὴν ἀργυρῆ σακκούλλα, ἂν ἔχῃς γρόσιˬα, δῶσι μας, φλουριˬὰ μὴν τὰ λυπᾶσι (ἀργυρὴ σακκούλλα=ἀργυροΰφαντον ἢ δι᾽ ἀργύρου πεποικιλμένον ἢ πλῆρες νομισμάτων βαλάντιον) Μακεδ. Γιˬὰ βάλι τοὺ χιράκι σου ’ς τὴν ἄργυρη τὴν τζέπη (ἀργυρὴ τσέπη=θυλάκιον οἱονεὶ ἀργυροῦν, ἤτοι πλῆρες νομισμάτων) αὐτόθ. Κιˬ ἅπλωσε τὰ ξεράδιˬα σου ᾿ς τὸν ἀργυρό μου κόρφο νὰ βρῇς δυˬὸ κιτρολέιμονα ὁποὺ μοσκοβαλᾶνε (ἀργυρὸς κόρφος=ὁ λευκὸς ὡς ὁ ἄργυρος) Ἤπ. Ἑ γῆς ποῦ πάτε͜ιεν ἀργυρῆ, | ἑ τάβλα πὄτρωε χρουσῆ, τὰ πιˬάττα -ν- ἀσημένιˬα (τὸ ἀργυρῆ γῆ κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ τάβλα χρουσῆ καὶ πιˬάττα ἀσημένια) Μεγίστ. ’Σ τὸν πύργο μας τὸ σιερὸ τὸν ἀργυροχτισμένον τρὰ παραθύριˬα θενὰ βρῇς ἀργυροχρουσωμένα τῆς μάννας μού ᾽ναι τὸ χρουσό, τ᾿ ἄργυρο τοῦ κυροῦ μου καὶ τ’ ὁλομαργαρίταρον εἷναι μοναχικό μου (σιερὸς=σιδηροῦς, ἄργυρο παράθυρο καθὼς καὶ χρουσὸ ἢ σημαίνει τὸ στολισμένον δι᾿ ἀργύρου ἢ ἐλέχθη ἁπλῶς διὰ τὸ ἀργυροχτισμένον καὶ ἀργυροχρουσωμένα) Κάρπ. Κόσμε χρουσέ, κόσμ᾽ ἀργυρέ, κόσμε μαλαματένιˬε, πο͜ιὸς εἶν’ ἀποὺ σὲ χάρηκε καὶ πο͜ιός θὰ σὲ κερδίσῃ; Κρήτ. ᾽Εκεῖ στέκ’ ἕναν κυπαρέσσ’ μὲ τ’ ἀργυρᾶ ριζία (ἐκεῖ στέκεται ἕνα κυπαρίσσι μὲ τὰς ἀργυρᾶς ρίζας) Κερασ. Συνών. ἀσημένιˬος. β) Οὐδ πληθ. οὐσ., ἀργυρᾶ κοσμήματα Θρᾴκ. (Κεσάν.): ᾎσμ. Τὴν τρίτ’ μέρα τῆς Πασκαλιˬᾶς νὰ βάλῃς τ’ ἀργυρᾶ σου. 2) Ὁ ἔχων τὴν λευκότητα ἢ τὴν λάμψιν τοῦ ἀργύρου Θρᾴκ. -Λεξ. Δημητρ.: Ἁργυρὸ φεγγάρι Λεξ. Δημητρ. Ἀργυρᾶ νερὰ αὐτοθ. || ᾎσμ. Καὶ φάν’καν τ᾿ ἀργυρᾶ τ᾿ς βυζιˬὰ τὰ ἀσπρογαλατένιˬα Θρᾴκ. 3) Μεταφ. ἄριστος, ἐξαίρετος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Χρυσὸς καὶ ἀργυρὸς ἄνθρωπος Κερασ. Χρυσέσσα καὶ ἀργυρέσσα γυναῖκα αὐτόθ. Χρυσὸν καὶ ἀργυρόν παιδὶν αὐτόθ. || Φρ. Εἶπαν τὰ ξᾶ καὶ τ’ ἀργυρᾶ (ἐνν. λόγια, εἰρωνικ. ἐπὶ χονδροειδῶν ἀστείων, βωμολοχιῶν) Θεσσ. Ἀργυρὸ τὸ μίλημα καὶ χρυσὸ τὸ στόμα (ἐπὶ λόγων καλῶν ἀνθρώπου ἀγαθοῦ) Πελοπν. (Μέσσ.) Ἀργυρὸ τὸ μίλημα καὶ χρυσὸ τὸ σώπα (ἡ σιωπὴ πολλάκις πολυτιμοτέρα τοῦ λόγου ἔστω καὶ καλοῦ) ἀγν. τόπ. Μπήγω τὴν ἄργυρη (ἐνν. φωνή, εἰρων ἐπὶ ἰσχυρᾶς φωνῆς) Ἀρκαδ. || ᾊσμ. ᾿Εδῶ μᾶς εἶπαν κ᾽ ἤρθαμαν ᾿ς τὸν ἀργυρὸν ἀφέντη, πῶς νὰ τὸν ἀργυρίσουμε καὶ πῶς νὰ τὸν εἰποῦμε; Ἤπ. Κυρὰ χρυσῆ, κυρ’ ἀργυρῆ, κυρὰ μαλαματένιˬα, κυρά μ’, ὅντα στολίζεσαι καὶ πᾶς ’ς τὴν ἐκκλησιˬά σου, βάνεις τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι κύκλο, βάνεις καὶ τὸν αὐγερινὸ καθάρε͜ιο δαχτυλίδι αὐτόθ. Κόρη χρυσῆ, κόρ’ ἀργυρῆ, κόρ’ ἀρραβωνσμένη Κερασ. Ἡ λ. καὶ ὧς ἐπών. καὶ κύριον ὀν. πολλαχ. Τὸ θηλ. Ἀργυρῆ ὡς κύριον ὀν. πολλαχ. Ἡ λ. ὡς ἐπών. καὶ μεσν. Ὑπὸ τὸν τύπ. τ’ Ἀργυροῦ τοπων. Νάξ. (Δαμαρ.) Σίφν. 4) Τὸ θηλ. ἀργυρῆ οὐσ., κατ᾿ εὐφημισμὸν ἡ νόσος εὐλογία Βιθυν. Συνών. βλογιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/