ἀχάλαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχάλαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχάλαστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) ἀχάλαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀχάλαγος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σάντ.) ἀχάλαγους Μακεδ. (Βλάστ. Καστορ. Σισάν. κ.ἀ.) Στὲρελλ. (Αἰτωλ. ’Αράχ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀχάλαστος.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ χαλασθείς, ὁ μὴ καταστραφείς, ἄρτιος, ἀκέραιος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.): ’Αχάλαστος δρόμος - κῆπος - τοῖχος κττ. ᾽Αχάλαστο βιβλίο – σπίτι – τραπέζι κττ. κοιν. β) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ καταστραφῇ, στερεός, ἰσχυρὸς κοιν.: 'Αχάλαστος πύργος. ᾽Αχάλαστο κάστρο - φρούριο κττ. Ἀχάλαστο χρῶμα. Ἀχάλαστα παπούτσιˬα - ροῦχα. γ) Ὁ προωρισμένος νὰ κατεδαφισθῇ ἀλλὰ μὴ κατεδαφισθεὶς ἀκόμη πολλαχ.: Τοῖχος ἀχάλαστος. Σπίτι ἀχάλαστο. 2) Ἐπὶ παρθένου, ἀδιακόρευτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Κορίτσι ἀχάλαστο σύνηθ. 3) Ὁ μὴ διαλυθείς, ὁ μὴ ἀποσυντεθείς, ἐπὶ νεκροῦ Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Καστορ. Σισάν. κ.ἀ.): Τοὺν βρῆκαν ἀχάλαστου Βογατσ. Νὰ βγῇς ἀχάλαγους! (ἀρὰ) Σισάν. Συνών. ἀδέξιος (ΙΙ) 1, ἀκατάλυτος 2, ἀκέρα͜ιος 1γ, ἄλε͜ιωτος 1β, ἄλυτος. 4) Ὁ πολὺ ἰσχνὸς ἐξ ἀσθενείας ἤ λύπης Μακεδ. (Αὐγερ. Βλάστ.) 5) Ὁ μὴ φονευθείς, ἰδίως διὰ σφαγῆς σύνηθ.: Μόνο τοις γυναῖκες ἄφησαν ἀχάλαστες οἱ ληστές, τοὺς ἄλλους τοὺς χάλασαν. 6) Ὁ μὴ ἀποβουτυρωθείς, ἐπὶ τυροῦ Πελοπν. (Λακων.): Γνωμ. ᾿Αχάλαγο τυρί, τί τὸ θές τὸ βούτυρο (ὅτι ὁ μὴ ἀποβουτυρωθεὶς τυρὸς εἶναι παχὺς ὡς βούτυρον). 7) Ὁ μὴ τρυγηθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, μελισσίου κττ. Θρᾴκ. (Αἶν.) 8) Ὁ μὴ ἀνταλλαγεὶς μὲ μικρότερα νομίσματα, ἐπὶ νομίσματος σύνηθ.: Ἔχω ἕνα πεντοχίλιˬαρο ἀχάλαστο, δὲ βρίσκω νὰ τὸ χαλάσω. β) Ὁ μὴ δαπανηθείς, ἐπὶ χρημάτων σύνηθ.: Δυˬὸ τρεῖς χιλιˬάδες μοῦ ᾿μειναν ἀχάλαστες, θὰ τοὶς χαλάσω κιˬ αὐτὲς. Αὐτὸς ἔχει ὅλα του τὰ λεφτὰ ἀχάλαστα. 9) 'Ενεργ. ὁ μὴ καταστρέφων τι Μύκ.: ᾿Αχάλαστος ἄνθρωπος, δὲ χαλᾷ τὰ ροῦχα του. Β) Μεταφ. Ι) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ καταστραφῇ οἰκονομικῶς Ἤπ.: 'Αχάλαγος νοικοκύρις. ΙΙ) 'Ασυλλόγιστος, ἄμυαλος Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Αράχ. Κλών. Λιδορίκ.): Βρὲ ἀχάλαγι, τ' εἴν’ αὐτὰ ποῦ κάμ'ς; Αἰτωλ. Νὰ χαθῇς ἀχάλαγι! ᾽Αράχ. Dὶπ ἀχάλαγους εἶσι, κακουμοίρ᾿ αὐτόθ. β) Ὁ μὴ προοδευτικός, ὁ ἀνεξέλικτος Στερελλ. (Αἰτωλ.): 'Αχάλαγους κόσμους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA