βουρλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουρλιˬάζω Ἤπ. Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. Λευκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.)-Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 311 Πρω. Δημητρ. βουρλιˬάζου Ἴμβρ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Καλοσκ.) μπουρλιˬάζω Πελοπν. (Γέρμ. Δημητσάν. Μεγαλόπ. Μεσσ. Τριφυλ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) -Λεξ. Κομ. Κορ. Ἄτ. 5,229 Μπριγκ. Πρω. μπουρλιˬάζου Μακεδ. (Καταφύγ.) μπρουλλιˬάζω Πελοπν. (Γέρμ. Δημητσάν.) bουρλιˬάζω Ἄνδρ. Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Ζάκ. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Σητ. κ. ἀ.) Κύθηρ. Μακεδ. (Γκιουβ.) Πελοπν. (Βασαρ. Καλάβρυτ. Καλάμ. Οἰν.) Σέριφ. bουρλιˬάζου Ἴμβρ. Μακεδ. (Σέρρ. Χαλκιδ.) βρουλλιˬάζω Πελοπν. (Καλάβρυτ.) bρουλλιˬάζω Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) bουλλιˬάζω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κέρκ. βουρλιˬάω Πελοπν. (Ἦλ. Καλάβρυτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρλο. Ὁ τύπ. μπουρλιˬάζω καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α) 1) Περνῶ τι εἰς βοῦρλον ἢ κλῶνον σπάρτου ἢ καὶ σπάγγον ἢ καὶ νῆμα, ὁρμαθίζω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κεφαλλ. Κύθηρ. Λευκ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σέρρ. Χαλκιδ.) Πελοπν. (Γέρμ. Καλάβρυτ. Μάν. Τριφυλ.) Σέριφ. -Λεξ. Κορ. Ἄτ. ἔνθ. ἀν. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἐλευδερουδ. Πρω.Δημητρ. : Βουρλιˬάζω καπνὸ-σῦκα-ψάριˬα κττ. ‖ Φρ. Τὰ bουρλιˬάζω (καλύπτω τὰς κακάς μου πράξεις διὰ ψευδῶν δικαιολογιῶν) Κύθηρ. ᾿Εκε͜ιὸς τσοὺ bουρλιˬάζει ὅλους (τοὺς διαθέτει κατὰ βούλησιν ὡς ὑπερέχων αὐτῶν κατὰ τὴν εὐφυΐαν, συνών. φράσ. τοὺς περνᾷ ἀπὸ τοῦ βελονιˬοῦ τὴν τρῦπα) Κεφαλλ. Μοῦ τὰ bούρλιˬασε καὶ δὲν τὰ εἶδα (νοεῖται τὰ κίβδηλα νομίσματα μοῦ τὰ παρεισήγαγε δι’ ἀπάτης) Ζάκ. Συνών. ἀρμαθιˬάζω 1, βουρλώνω 1. 2) Διαπερῶ δι᾽ ὀξέος ὀργάνου, λογχίζω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) : Τοὺν bούρλιˬασαμι μὶ τοὺ μουστράκ’ (μὲ τὴν λόγχην). 3) Περνῶ κλωστὴν διὰ τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Δημητσάν. Μάν. Μεγαλόπ.) -Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. : Βούρλιˬασέ μου τὴν κλωνά, γιατὶ δὲν γλέπω Κεφαλλ. Συνών ἰδ. ἐν λ. βελονιˬάζω Α 1 β. 4) Περνῶ τὰς κλωστὰς τοῦ στημονίου ἀπὸ τὰ μιτάρια Ἴμβρ. Μακεδ. (Γκιουβ.) Πελοπν. (Καλάμ.) : Βουρλιˬάζου τοὺ διˬασίδ’ Ἴμβρ. Βουρλιˬάζω τὰ μιτάριˬα ᾿ς τὸ χτένι Γκιουβ. 5) Περνῶ κλωστὴν μὲ τὸ βουρλιˬαστήρι πρὸς σύσφιξιν δύο μερῶν κεχωρισμένων-Λεξ. Αἰν. 6) Περνῶ τὸ κορδόνι ἀπὸ τὰς ὀπὰς τοῦ ὑποδήματος Κεφαλλ. Πελοπν.-Λεξ. Πρω. : Βούρλιˬασε τὰ παπούτσιˬα σου Κεφαλλ. Βουρλιˬάσου! αὐτόθ. 7) Συσφίγγω ἔνδυμά τι, οἷον στηθόδεσμον περὶ τὸ σῶμά μου Κεφαλλ. β) Μέσ. ἐνδύομαί τι, φορῶ Μακεδ. (Καταφύγ.) γ) Κλείω, μανδρίζω Μακεδ.(Καταφύγ.) 8) Δένω ἤ ράπτω προχείρως καὶ χαλαρῶς, ὡς διὰ βούρλων Κρήτ. (Σητ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Βασαρ. Οἰν.) : Ἐbουρλιˬάστηκε δὰ γιˬὰ τὴν ὥρα καὶ δὲ θὰ χύσῃ τὸ χῶμα Σητ. Ἅμα τὴ bουρλιˬάσω τὴ σακκούλα, θὰ κάμωμε δουλε͜ιὰ αὐτόθ. Τά’ ραψες τὰ σακκιˬά; -Τὰ ἐbούρλιˬασα Βασαρ. Συνών. βουρλώνω 2. 9) Μαζεύω σχοινίον εἰς δέσμην Κρήτ. : Βουρλιˬάζω τὸ σχοινί. 10) Ὡς ναυτικὸς ὅρ. ὑποστέλλω τὰ ἱστία Θήρ. Β) Ἀμτβ. 1) Γίνομαι ἐλαστικὸς ὡς βοῦρλον Κρήτ. : Οἱ βροῦβες ἐβουρλιˬάσανε ᾿ς τὸ τσικάλι (ἔγιναν δυσκολομάσητες). Συνών. λουριˬάζω, σκοινιˬάζω. 2) Μεταφ. στενοχωροῦμαι, ἐκνευρίζομαι ἕνεκα συνεχοῦς περιορισμοῦ Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Παθ. μετοχ. βουρλιˬασμένος, ὁ ἔχων τεταραγμένας τὰς φρένας, ὁ ἐν παραφορᾷ διατελῶν Ἄνδρ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πελοπν. (Πάτρ.): Εἶναι πάλι βουρλιˬασμένος Ἄνδρ. ‖ Παροιμ. φρ. Ὁ μουρλὸς τὸν βουρλιˬασμένο σὰν τὰ μάτιˬα του τὸν ἔχει (οἱ ὅμοιοι συμπαθοῦν ἀλλήλους) Πάτρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/