γεννοκοίλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννοκοίλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεννοκοίλης ὁ, ἀμάρτ. γεννοτσοίλης Σκῦρ. Θηλ. γεννοτσοίλα Σκῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεννοκοιλιˬά.

Σημασιολογία

Ὁ ἐπινοῶν καὶ διαδίδων ψευδεῖς εἰδήσεις: Ἔδες ἡ χαμέ’ γεναῖκα ἔντα γεννοτσοίλα ἔναι. Οὕλα νὰ τ’ ἀπαντέχῃς ἀπὸ τέτο͜ιε γεννοτσοίλε. Συνών. γεννοκοιλιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/