γεννολίβαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννολίβαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεννολίβαδο τό, ἀμάρτ. γιννουλίβαδου Μακεδ. (Νάουσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ καὶ τοῦ οὐσ. λιβάδι.
Σημασιολογία
Λιβάδι προοριζόμενον διὰ τὴν βοσκὴν τῶν προβάτων τὰ ὁποῖα προσφάτως ἐγέννησαν: ’Σ τοὺ γιννουλίβαδου τὶς γιννημέις προυβατῖνες ἀφίνουμι νὰ βουσκήσουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA