ἀχάλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχάλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχάλευτος ἐπίθ. Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ. ἀχάλιφτους Μακεδ. (Βογατσ.) Στερελλ. (Ναύπακτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαλευτὸς<χαλεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ζητούμενος, ἀζήτητος Μακεδ. (Βογατσ.) Στερελλ. (Ναύπακτ.) - Λεξ. Δημητρ.: Τὰ δανεικὰ μὴν τ' ἀφίνῃς ἀχάλευτα Λεξ. Δημητρ. || Φρ. ᾽Αχάλιφτου νὰ γέ᾽ (ἐπὶ φαρμάκου) Ναύπακτ. Ὁ γιˬατρός, ποῦ ἀχάλευτος νά ’ναι Λεξ. Δημητρ. || Γνωμ. Σὲ πανηγύρι σ’ ἔκλεψαν, ἀχάλευτος ὁ κλέφτης Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀγύρευτος 3, ἀχρείαστος. β) Οὐσ., διάβολος Λεξ. Δημητρ. 2) 'Απεριποίητος Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA