γεννολόγημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννολόγημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννολόγημα τό, ἀμάρτ. ’εν-νολόημα Κάλυμν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεννολογῶ.

Σημασιολογία

Τὸ πλῆθος τῶν γεννήσεων. Συνών. ἐν λ. γεννοβόλημα. 2)Ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν γεννοῦν τὰ αἰγοπρόβατα. Συνών. γεννολόγι 2, γέννος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/