γεννολογιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννολογιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεννολογιˬὰ ἡ, Γ.Βλαχογιάνν., Προπύλ. 1 (1900/1908), 101-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεννολόγι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
Γεννολόγι 1 ὃ ἰδ.: Στερνὸ ἀποβλάσταρο τρανῆς γεννολογιˬᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA