βουρλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουρλίζω σύνηθ. βουρλίζου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. βρουλλίζω Κρήτ. Νίσυρ. Ρόδ. Χίος βρουλ-λίζω Κύπρ. Σύμ. βρουλ-λdίζω Ρόδ. φρουλ-λίζω Κύπρ. σβουρλίζω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάκων.) Μέσ. βουρλε͜ιῶμαι Ἰων (Κρήν.) βουρλε͜ιοῦμαι Θρᾴκ. (Τσακίλ.)

Ετυμολογία

᾽Εκ τοῦ οὐσ. βοῦρλο. Πβ. ΠΛορεντζ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 5 (1918) 34 κἑξ.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Συνάγω βοῦρλα Ρόδ. 2) Πλέκω σχοινία ἐκ βούρλων Ρόδ. 3) Κτενίζω, πλέκω τὴν κόμην Κύπρ : ᾿Εγιˬὼ τὴν ἐβρούλ-λισα, γιˬὰ τοῦτο ἔν᾿ καλὰ βρουλ-λισμένη. Τὰ μωρὰ ἐφρούλ-λισά τα. Τὰ μωρὰ ἔν᾿ φρουλ-λισμένα. 4) Περνῶ εἰς βοῦρλον, ὁρμαθίζω πολλαχ. : Βουρλίζω τὰ σῦκα-τὰ ψάριˬα κττ. 5) Κάμνω τινὰ νὰ τρέμῃ ὡς βοῦρλον, στενοχωρῶ, ταράσσω τινὰ ψυχικῶς, ἐρεθίζω, περιάγω τινὰ εἰς κατάστασιν μανίας, κάμνω ἔξαλλον πολλαχ. : Μὲ βούρλισε μὲ τοὶς φωνές του. Τοῦ ᾽πε τόσα λόγιˬα ποῦ τὸν βούρλισε. || Φρ. Ἄσ᾿ τον νὰ βουρλίζεται ἢ ἄς πάῃ νὰ βουρλίζεται (ἐπὶ παντελοῦς ἀδιαφορίας περί τινος) πολλαχ. Τὸν βούρλισαν οἱ ἀρρώστιˬες τῶν παιδιῶν του- τὰ πολλὰ ἔξοδα. Τοῦ ’πε τόσα λόγιˬα, ποῦ τὸνε βούρλισε κ’ ἦρθε ἐδῶ πέρα νὰ μᾶς σκοτώσῃ. Μὲ βούρλισαν οἱ πόνοι τοῦ δοντιˬοῦ μου. Θὰ τὸνε βουρλίσουν τὰ παλα͜ιόπαιδα μὲ τὰ πειράγματά τους. Βουρλίστηκε καὶ δὲν ξέρει τί κάνει. Βουρλίστηκε ὁ δεῖνα μὲ τὴν ὀμορφιˬὰ τῆς δεῖνα. Βουρλίστηκε νὰ τοῦ γνέφῃ ἀπὸ τὸ παράθυρο. Βουρλίστηκε τρεῖς μέρες ὁ μαΐστρος. Γυρίζει σὰ βουρλισμένος (σὰν τρελλός). Σὰν τὸ βουρλισμένο τρέχει. Εἶναι ἕνας βουρλισμένος ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσῃ καθόλου. ‖ Παροιμ. Φρ. Τὸ φτωχὸ βουρλίζει ἡ πεῖνα κ’ ἡ ξεφάντωσι τὸν πλούσιο (ἡ στέρησις ἐξ ἴσου καὶ ἡ ἀκράτεια συσκοτίζουν τὸν νοῦν) Λεξ. Δημητρ. Ὁ κανατᾶς σὰ βουρλιστῇ, σπάει τὰ κανάτιˬα του (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἐμπαθείας ἢ παραφορᾶς ζημιοῦντος ἑαυτὸν) αὐτόθ. ‖ ᾌσμ. Βουρλίζομαι, νὰ σὲ χαρῶ, | ὅταν σὲ βλέπω 'ς τὸ χορὸ Πελοπν. (Τρίπ.) Ὁ μαῦρος θανὰ βουρλιστῶ μὲ τὸν καηˬμὸ ποῦ θρέφω Ἤπ. Κιˬ ἂν βουρλίζεσαι, τί κάνεις; | ἄδικα τὸ νοῦ σου χάνεις Πελοπν. Μὲ βούρλισαν τὰ μάγιˬα σου κ’ ἦρθα κατὰ τ’ ἐσένα (Νεοελλ. Ἀνάλ. Παρνασσ. 1,348). Ἔτσι τὰ φέρνουν οἱ καιροὶ κ’ οἱ βουρλισμένοι χρόνοι, νὰ παίζῃ ὁ λύκος μὲ τ᾿ ἀρνὶ κιˬ ὁ μποῦφος μὲ τ᾿ἀηˬδόνι (βουρλισμένοι χρόνοι, κατὰ προσωποποιίαν) Αἴγιν. 6) Ἀμτβ. συμπεριφέρομαι ὡς μαινόμενος Ἤπ. : Τί βουρλίεις ἔτσ’; 7) Ἐνεργ. καὶ μέσ. εὑρίσκομαι ἐν ὀργασμῷ Μακεδ. (Σισάν.) Χίος-Λεξ. Δημητρ : Ἡ σκρόφα βούρλισι, θέ’ καπρὶ Σισάν. Βουρλίστηκι κὶ θέ’ παντρε͜ιὰ αὐτόθ. Βουρλίζονται οἱ γάττες τὸ Γενάρι Λεξ. Δημητρ. Β) Μέσ. 1) Ζαλίζομαι, ἐπὶ ζῴων, τὰ ὁποῖα τρώγουν βοῦρλα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 2) Πλανῶμαι, τρέχω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀσκόπως Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν. Μαγνησ.) Κυδων. Λέσβ. Ρόδ. Σάμ. Χίος (Χαλκ.)-Λεξ. Βλαστ. : Ποῦ πάς κὶ βουρλίζισι; Λέσβ. Ποῦ βουρλίζουσ’να τόσ’ ὥρα; Κυδων. ᾽Επῆεν κ᾿ ἐβρουλ-λdίζουνταν Ρόδ. 3) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἀνυπομονησίας, ἀνυπομονῶ Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. : Ἐβουρλίστηκε νὰ παντρευτῇ-νὰ πληρώσῃ-νὰ φύγῃ κττ. Κεφαλλ. ‖ ᾌσμ. Τότε κιˬ ὁ νεˬὸς βουρλίζεται 'ς τὸν πόνο του νὰ πάῃ ('ς τὸν πόνο του=εἰς τὸν τόπον τοῦ πόθου, τῆς ἀγάπης του) Ἀρκαδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/