γεννοπαιδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννοπαιδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεννοπαιδίζω Κέρκ. γεννοπαιδάω Κέρκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεννῶ καὶ τοῦ οὐσ. παιδί.

Σημασιολογία

Γεννῶ: Ἔτσι καὶ γεννοπαιδίσῃ ἡ γυναῖκα πρέπει νὰ φυλαχτῇ. Ἐγεννοπαίδισε δέκα κεφάλιˬα παιδιˬὰ ἐκείνη ποὺ βλέπεις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/