γεννόπιττα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννόπιττα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεννόπιττα ἡ, Λεξ. Δημητρ. γεν-νόπιτ-τα Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γέννα καὶ πίττα.

Σημασιολογία

Ὁ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων παρασκευαζόμενος εἰδικὸς ἄρτος. Εἰς τοῦτον ἐντίθεται, κατ’ ἔθος, καὶ νόμισμα, κόπτεται δὲ εἰς τεμάχια καὶ μοιράζεται κατὰ τὴν παραμονὴν τοῦ νέου ἔτους. Συνών. βασιλόπιττα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/