γεννοπλάσκουμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννοπλάσκουμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεννοπλάσκουμαι Πόντ. (Σάντ. Σταυρ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ρ. γεννῶ καὶ πλάσκουμαι, παθητ. τοῦ πλάνω, δι’ ὃ ἰδ. πλάθω.
Σημασιολογία
Οἱονεὶ γεννῶμαι ἀπὸ τὴν πλάσιν, δημιουργοῦμαι, γίνομαι ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἀς σ’ ὀρμάν’ ἐγεννοπλάστα κιˬ ἂς σ’ ὁρμάν’ ἐγεννοχτίστα (ἐπὶ τῶν ποικίλων προϊόντων τῆς δασικῆς ξυλείας) Σάντ. Χαλδ. ‖ Αἴνιγμ. Ἀς σ’ ὑλέεν ἔρθα κιˬ ἀς σ’ ὑλέεν ἐγεννεπλάστα, κιˬ ὅνταν ἔρθα, ἀς σ’ ὠτία ἐκρεμάγα (ἀς σ’ ὑλέεν=ἀπὸ τὴν ὕλην, ἀπὸ τὸ δάσος· ἡ θύρα) Σάντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA