γεννόσπερμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννόσπερμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννόσπερμα τό, Λεξ. Δημητρ. γεννόσπαρμα Κ.Θεοτόκ., Γεωργ. Βιργιλ., 4, 66.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γεννοσπέρνω.

Σημασιολογία

1)Τὸ τέκνον Λεξ. Δημητρ.) ‖ Φρ. Τοῦ διˬαβόλου γεννόσπερμα (ἐπὶ δυστρόπου καὶ ἀπειθοῦς). 2)Ὁ γόνος τῶν μελισσῶν Κ.Θεοτόκ., ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Οἱ μέλισσες σὲ λαγγαδιˬὲς καὶ κάμπους τριγυρίζουν χαμοζεσταίνουν τὲς φωλιˬὲς καὶ τὸ γεννόσπαρμά τους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/