γεννοσπέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννοσπέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεννοσπέρνω Ζάκ. Κεφαλλ. Πάρ. Προπ. (Κύζ.)-Λεξ. Δημητρ. γιννουσπέρνου Σάμ. ’εννοσπέρνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ρ. γεννῶ καὶ σπέρνω διὰ συνδυασμοῦ τῆς ἐννοίας σπέρνω ἐπὶ πατρὸς καὶ γεννῶ ἐπὶ μητρός.
Σημασιολογία
Γεννῶ, τεκνοποιῶ ἔνθ’ ἀν.: Πο͜ιὸς σὲ γεννόσπειρε; Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Κακοχρονάχῃς ἐσὺ καὶ ποὺ σ’ ἐγεννόσπερνε (ἀρὰ) Ζάκ. Διˬάλε, πᾶρ’ τον ποὺ σὲ γεννόσπερνε (ἀρὰ) Κεφαλλ. Ἀνάθεμα νά ’χῃ ποὺ σὲ γεννόσπερνε (ἀρὰ) Κύζ. Διˬαόλοι ποὺ σὲ ’εννοσπέρνασι (ἀρὰ) Ἀπύρανθ. Βλαστιμῶ τὴν ὥρα καὶ τὴ στιμὴ ποὺ μὲ γεννόσπερν’ ἡ μάννα μου (ἀρὰ) ‖ Πάρ. Νὰ παρ’ π’ σὶ γιννόσπερι (ἀρὰ) Σάμ. Χαρὰ ’ς τὴ μάννα ποὺ τὸν ἐγεννόσπερνε (εὐχὴ) Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA