ἀχαλίνωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαλίνωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχαλίνωτος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Ἄνδρ. Κάλυμν. Κάρπ. ἀχαλίνουτε Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀχαλίνωτος.

Σημασιολογία

1) ’Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ χαλιναγωγήσῃ, ὁ ἄνευ χαλινοῦ σύνηθ. καὶ Τσακων.: ᾿Αχαλίνωτος ἄνθρωπος. ᾽Αχαλίνωτη γυναῖκα. Ἀχαλίνωτο παιδί. Συνών. ἀχαλινάρωτος 1. β) Μεταφ. ἀθυρόστομος, αὐθάδης, ἀναιδὴς Κάρπ.: ’Ασ-σίπωτο κιˬˬ ἀχαλίνωτο θελυκόν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχαλινάρωτος 2. γ) Φιλόνικος Κάλυμν. - Λεξ. Δημητρ.: ᾽Αχαλίνωτη κυρὰ μὲ τὰ ροῦχά της τὰ βάλλει Κάλυμν. 2) ’Αφίμωτος Κάρπ.: Παροιμ. ᾿Αχαλίνωτος ἀρνὸς τὴν προατῖνα τρώει (ἐπὶ λαιμάργων). ᾽Αχαλίνωτος ἀρνὸς τὴ μάννα του κατελεῖ (συνών. τῇ προηγουμένῃ). 3) Ἐπάρατος Κάρπ.: Ξορτσισμένες νὰ εἴσαστηνε, γιˬέ μου, τσαὶ ἀχαλίνωτες! 4) Οὐδ. ἀχαλίνωτο οὐσ., ποντικὸς Ἄνδρ. Συνών. κουφὸ (ἰδ. κουφός).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/