βούρλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βούρλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βούρλισμα τό, Πελοπν. (Λάστ.) -Λεξ. Αἰν. Περίδ. Βλαστ. 399 Ἐλευθερουδ. Μ’Εγκυκλ. Δημητρ. βρούλλισμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουρλίζω.
Σημασιολογία
1) Κτένισμα, πλέξιμον τῆς κόμης Κύπρ. : Τὸ βρούλλισμαν τῆς δεῖνα ᾿ὲν ἔν᾽ καλόν. 2) Ψυχικὴ ταραχὴ Λεξ. Αἰν. Ἐλευθερουδ. Μ’Εγκυκλ. 3) Μεγάλη στενοχωρία Πελοπν. (Λάστ.) Συνών. βουρλισμάρα. 4) Ἔκστασις φρενῶν, μανία, τρέλλα Λεξ. Περίδ. Βλαστ. ἔνθ. ἀν. Ἐλευδερουδ. Δημητρ. Συνών. βούρλα 1. βουρλισμός. 5) Θανατηφόρος νόσος διστομῖτις γεννωμένη εἰς τὸ ἧπαρ τῶν χορτοφάγων ζῴων, βοῶν,προβάτων, αἰγῶν καὶ χοίρων, ὅταν ταῦτα τρώγουν φυτὰ βατράχια ἀγν. τόπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βούρλα 2. 6) Τὸ ἔντομον μηλολόνθη Πελοπν. Συνών. βαβούλα (Ι) 1, βίζβιζας, βουρλομάννα, βοῦρλος Α 2, χρυσοβάβουλας, χρυσόμυιγα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA