γεννοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεννοῦσα ἐπίθ. θήλ. Μέγαρ. Πάρ. γιννοῦσα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γεννῶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -οῦσα, δι᾿ ἣν ἰδ. Ἀ.Παπαδόπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 181.
Σημασιολογία
Ἡ συχνὰ γεννῶσα, ἡ πολυτόκος ἔνθ’ ἀν.: Κόττα γεννοῦσα Μέγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA