γεννοφάσκιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννοφάσκιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεννοφάσκιˬα τά, πολλαχ. γιννουφάσκιˬα Ἤπ. (Κουκούλ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρν. Ὑπάτ. Φθιῶτ.) γεννοφάστσα Μύκ. γεννοφάσιˬα Ἰων. (Σμύρν.) γεννοφάσα Σέριφ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γέννα καὶ φασκιˬά.

Σημασιολογία

Τὰ σπάργανα τοῦ βρέφους μὲ τὰ ὁποῖα τὸ περιτυλίσσουν μόλις γεννηθῇ πολλαχ.: || Φρ. Ἀπὸ τὰ γεννοφάσκιˬα (ἐκ παιδικῆς ἡλικίας), οἷον: Ἀπὸ τὰ γεννοφάσκιˬα της εἶναι πλούσια Ἰων. (Σμύρν.) Εἶναι ἄρρωστο ἀπὸ τὰ γεννοφάσκιˬα του Κύθηρ. Τόνε θυμᾶμαι ἀπὸ τὰ γεννοφάσκιˬα μου, δὲν ἄλλαξε ἡ μούρη του Ἰθάκ. Ἀπὸ τὰ γεννοφάσκιˬα του καταγίνεται μὲ τὴ ψαλτικὴ Σῦρ. Αὐτὸς ἔι κλέφτ’ς ἀπ᾿ τὰ γιννουφάσκιˬα τ’ Στερελλ. (Ὑπατ.) Τέτο͜ιος δα εἶναι ἀπὸ τὰ γεννοφάσκιˬα του Πελοπν. (Μάν.) Τοὺν ξέρου ἰγὼ αὐτὸν ἀποὺ τὰ γιννουφάσκιˬα τ᾽ ἀκόμα Ἤπ. (Κουκούλ.) Συνών. φρ. ἀπὸ γεννησοφάσκιˬα, ἀπὸ κούνιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/