γεννόφυλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεννόφυλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεννόφυλλα τά, Πελοπν (Λακεδ. Μεσσ.) - Ν.Πολίτ., Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 2 (1905/6), 157.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γέννα καὶ φύλλα.
Σημασιολογία
Γλυκύσματα κομιζόμενα ὑπὸ τῶν συγγενῶν κατὰ τὴν γέννησιν ἤ κατὰ τὴν βάπτισιν τοῦ βρέφους ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. κανίσκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA