βουρλόδεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρλόδεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουρλόδεμα τό, Ζάκ. (Κερ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Ὀλυμπ.) βρουλ-λόδημαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βουρλοδένω.
Σημασιολογία
1) Τὸ δέσιμον διὰ βούρλων Πελοπν. (Ὀλυμπ.) 2) Τὸ δέσιμον διὰ σχοινίου Ζάκ. (Κερ. κ. ἀ.) : Πῆγα καὶ τσῆ ἔβαλα τσῆ περγουλεˬᾶς μου σωρὸ βουρλοδέματα Κερ. Ἔπειτα ἀπὸ τὰ Νικολοβάρβαρα, ποῦ λένε, καὶ κεῖθες εἶναι ὁ καθαρὸς καὶ τὸ βουρλόδεμα, νὰ ποῦμε δένουνε τσοὶ βέργες τοῦ κλημάτωνε Ζάκ. 3) Τὸ δέσιμον τῶν πλοκάμων τῶν γυναικῶν Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA