γεννῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεννῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεννῶ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτ. Μισθ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρεάντ. Ἰνέπ. Οἰν. Ὄφ. Σινασ. Σταυρ. Τραπ. Χάλδ.) γεν-νῶ Ἀπουλ. (Καλήμ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν. ) Ἀστυπ. Κάρπ. Κῶς Κύπρ. Λειψ. Λέρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Πάτμ. Τῆλ. Φολέγ. Χίος (Νένητ. Πυργ.) γιννῶ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Θρᾴκ. (Κόσμ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Δαμασκ.) γ’ννῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) γεννοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σκῦρ. gεν-νῶ Ἀπουλ. (Μαρτᾶν.) gιν-νῶ Ἀπουλ. (Μαρτιν.) κεν-νῶ Ἀπουλ. (Κοριλ.) γεννῶ ’μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γεννοῦρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν.) ἠγεν-νῶ Ἀπουλ (Κοριλ.) ’εννῶ Καππ. (Φάρασ), Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) ’εν-νῶ Προπ (Μαρμαρ.) Κάρπ. Κάσ. ’ιν-νῶ Α.Ρουμελ. (Καβακλ.) Μακεδ. (Σιάτιστ.) γεννάω κοιν. γεν-νάω Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) γεννάου Πελοπν. (Κόκκιν. Λεντεκ.) γεν-ναου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. Ὀξύλ.) γιννάου κοιν. βορ. ἰδιωμ. Παθ. γεννε͜ιέμαι κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) γιννε͜ιέμι Λῆμν. (Πλάκ.) Μακεδ. (Δαμασκ. Κοζάν.) γεννε͜ιῶμαι ΑΚρήτ. Πελοπν. (Ἀναβρ. Κίτ. Μάν.) Μῆλ. γιννε͜ιῶμι Στερελλ. (Ἀστακ.) γεννε͜ιοῦμαι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ζάκ. Θρᾴκ. (Τσανδ.) Καππ. (Φερτ. Σινασσ.) Α.Κρήτ. γεννε͜ιοῦμαι Πάτμ. γεν-νε͜ίομαι Ἀπουλ. γεννε͜ίουμαι Πόντ. γεννοῦμαι Κρήτ. (Κατσιδ.) γεννισκοῦμαι Πόντ. ’εννε͜ιῶμαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿εννοῦμαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἀόρ. ἐγέννεσα Πόντ. γένν’σα Καππ. (Ἀραβάν.) γένν’τσα Καππ. (Μισθ.) ’ένν’τσα Καππ. (Φάρασ.) ἐγέν-νκα Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) γέννηκα Μέγαρ. Παθ. ἀόρ ἐγέννεθα Πόντ. ἠγεν-νήση Ἀπουλ. (Κοριλ.) ἐγεν-νήχηκα Κύπρ. γεννέθηκα Θρᾴκ. (Σήλυβρ.) Ἰθάκ. γιννέθ’κα Μακεδ. (Νιγρίτ.) Σάμ. ᾿εννήθηκα Χίος (Πυργ.) ἐγεννᾶκα Τσακων. (Μέλαν.) γεννᾶκα Τσακων. (Χαβουτσ.) γεννήχη Καππ. (Μισθ.) γεννῆρα Καππ. Ἀραβάν.) ἐννήθη Καππ. (Φάρασ.) ἐγεν-νήθημο Ἀπουλ. Μετοχ. γεν-νημένος Κάρπ. Νίσυρ. Τῆλ. Χίος γεννημένος Ἀγαθον. Κουφονήσ. γεν-νημένος Ἀμοργ. γεννημένο Καλαβρ. (Μπόβ.) γεννεμένος Πόντ. γενναμένε Τσακων. (Χαβουτσ.) γεννῶντας Θρᾴκ. (Πύργ.) γεννῶντα Ἀπουλ. (Στερνατ.) γεν-νῶνdα Καλαβρ. (Μπόβ.) γεννιῶντας Θεσσ. (Ἀετόλοφ.) γεννητῶdας Κρήτ. (Ἅγιος Γεωργ. Ἀνατολ. Μάλλ.) γεννηθῶdας Κρήτ. (Καβουσ. Μυρτ. Ραμν.) Ἀπαρ. γεν-νήσει Καλαβρ. (Ἀπουλ.) Ἀπαρ παθ. ἀόρ γεννηθῆναι Πόντ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. γεννῶ. Τὸ η τοῦ ἠγεν-νῶ ὡρμήθη ἐκ τῆς αὐξήσεως τῶν παρῳχημένων χρόνων. Ἰδ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 231.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Γεννῶ, τίκτω, τεκνοποιῶ ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλήμ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτᾶν. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτ. Μισθ. Φάρασ. Φλογ.) Πόντ. (Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.): Γέννησε ἡ γυναῖκα του. Τὸ μῆνα αὐτὸ θὰ γεννήσῃ. Γεννάει ὅλο κορίτσιˬα. Γέννησε ἡ γίδα - ἡ προβάτα - ἡ φοράδα - ἡ σκύλλα. Ἄρχισαν τὰ γίδιˬα νὰ γεννοῦν. Γέννησε ἡ γάττα κοιν. Κάθα χρόνο ’εννᾷ κιˬ εὐτὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γέννησ’ ἡ ᾿ναῖκα τ’ κ’ ἔχει τ᾿ς χαρὲς τ’ Ἤπ. (Πέρδικ.) Πουλὺ κατέφ’κιν ἡ ’λιˬὰ τ᾿ς νύφ’ς, θὰ ’εννήσ’ Μακεδ. (Γαλατ.) ᾿Εγέννησὲνε ἡ Φλουρὴ Κύθν. Ἐγέννεσεν καὶ ποῖκεν ἀγούρι Τραπ. Χαλδ. Ἠγέννησε καλὰ κιˬ ἀπέκε͜ια ἠπόθανε Κίμωλ. Ἐνν’τσιν ἠ ’υναῖκα τ᾽ κουρίτσ’ Μακεδ (Σιάτ.) Τοὺν γέννανε ’ναῖκα, φερίξαμ’ ’ν ἐκκληὰ (ὅταν ἐγέννα ἡ γυναῖκα, ἐφέρναμεν τὴν εἰκόνα τῆς ἐκκλησίας) Μισθ. Στέκει γεν-νῶνdα (αὐτὴν τὴν ὥραν γεννᾷ) Γαλλικ. Μπόβ. ᾿Εσ σώdζει γεν-νήσει καὶ πονίεται (δὲν ἠμπορεῖ νὰ γεννήσῃ καὶ πονεῖ) Στερνατ. Ἦρτε ποὺ ἐγέννε͜ιε ἡ γυναῖκα (συνέβη νὰ γεννήσῃ ἡ γυναῖκα) Χωρίο Βουν. Ἡ γυναῖκα μου μοῦ γέννησε δύο παιδία Μπόβ. Πόνου γιˬὰ γεν-νήσει (πόνοι τῆς γέννας) Καλημ. Ἄρτε πωρνὰ ἐγέν-νησεν ἡ γραμbή μου καὶ μοῦ ’καμε ἕνα π-παιdὶ - ἕναν ἄdρεπο (σήμερον πρωὶ ἐγέννησεν ἡ νύμφη μου καὶ μοῦ ’καμεν ἕνα παιδὶ - ἕνα ἀγώρι) αὐτόθ. Ἄστ’ ἐγεννέθα κιˬάν’ ἀίκον ᾿κ᾿ εἶδα, λοὲν τοῦ λοὲν καλωσύνς κἀμμίαν ντοὺ ’κ’ εἶδεν ἄν ἐγεννέθεν (ἀφ’ ὅτου ἐγεννήθην τέτοιο δὲν εἶδα, λογῆς λογῆς ὡραῖα πράγματα, τὰ ὁποῖα ποτὲ δὲν τὰ εἶδε ἀφ’ ὅτου ἐγεννήθη) Πόντ. Πήρανε τὸ παιδὶ ποὺ γέννητσε τσαὶ τῆς ρίξανε στσουλλάτσι Μέγαρ. Ἐέν-νησεν ἡ Ρήιτσα Κάρπ. Γέ’σιν ἡ κουπιλούδα Λῆμν. Ἡ μά σου, σοῦ νὰ ἐννάνκε σένα, νὰ ’ένν’τσε ἄ θάι ἦτουν gαὸ (ἡ μάννα σου ἀντὶ νὰ ἐγέννα ἐσένα, νὰ ἐγέννα μία πέτρα θὰ ἦτο καλύτερον) Φάρασ. Ἐγέννεσε τὸ χτῆνον. Ὄφ. Ἐγέννεσεν τὸ βούδ’ κ’ ἐποῖκεν γαρκὸν Τραπ. Ἠγέννησεν ἡ ἀελάδα μας Ἄνδρ. Μιˬὰ γιλάδα μαύρη γέννησ’ κ᾿ ἔκαμι λιˬάρου μ’σκάρ’ Θεσσ. (Βαθύρρ.) Ἑ ἀgελάδα εγέννησε ἕνα σ-σενgαρούdι ὃ μία σ-σενgαρούdα (ἡ ἀγελάδα ἐγέννησε, ἔκαμε ἕνα ἀρσενικὸ δαμάλι ἤ ἕνα θηλυκὸ) Καλημ. Ἀποὺ Ἀdριˬά θὰ γιννήσ’ν τὰ πρᾶτα (ἀπὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου θὰ ἀρχίσουν νὰ γεννοῦν τὰ πρόβατα) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Ὅταν γιννήσ’ ἡ πρατῖνα εἶνι b’λιˬόρα αὐτόθ. Τὰ πρόβατα ἀκόμα δὲ γεννοῦν Βιθυν. (Κουβούκλ.) Μαρκαλε͜ιέτ’ ἡ προυβατῖνα κὶ δὲ γιννάει Στερελλ. (Σπάρτ.) Ἔφκειασι μαστάρ’, θὰ γιννήσ’ ἡ πρατῖνα Στερελλ. (Καρπεν.) Ἡ προυατῖνα ἀπ᾿ δὲν γιννάει πουτὲ λέιτι μαρμάρα Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἅμ-μα ᾿ὲνε μπορεῖ ν-νὰ γεννήσῃ μιˬὰ προβάτ-τα ἢ κατσίκα, πκιˬάντα ντὴνεμ ’πὸ τὰ πισινὰ τὰ πόδgιˬα, σηκῶν-να ντὴνεμ πάνω καὶ ’ποτινάσ-σα ντὴνε νgαὶ γέν-νανε Κῶς Τοῦν ’εννᾷ προβατῖνα, ἕν’ ειμὸς (=ὅταν γεννᾷ ή προβατῖνα, εἶναι χειμὼν) Ἀνακ. Ὄ γεννᾶτσε ἀκόνη ἁ προβάτα (δὲν ἐγέννησεν ἀκόμη ἡ προβάτα) Τσακων. Ἐννοῦνε τὰ ζουοπρόβατα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σάτσι αργήκαϊ τὰ χκηνὰ νὰ γεννᾶνι (ἐφέτος ἄργησαν τὰ γίδιˬα νὰ γεννήσουν) Μέλαν. Τὰ ’ίδιˬα μου ἐννήσασι καὶ κάμανε ριφάκιˬα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ἅμα γιννήσ’ τρία ἡ γίδα, θὰ χαθῇ τοὺ κουπάδ’ (πρόληψις διὰ τὸν ἀριθμὸν τρία) Ἤπ. (Δωδών.) Ἡ γρούνα γέ’σι χτὲς Θεσσ. (Φάρσαλ.) Ἐτσείν’ dὴν ἡμέρα τοῦ ἦτο γεν-νῶνdα μία κούνα (ἐκείνη τὴν ἡμέραν τοῦ ἐγέννα μία γουρούνα) Χωρίο Βουν. Πρὶν νὰ ’εννήσῃ ἡ γουρούνα τσὶ ἀδερφακίδες Νάξ. (Βόθρ.) Ἐγεννᾶτσε ἐπέρι τὰ ’ργὰ (ἐγέννησε χθὲς τὸ βράδυ) Τσακων. Πισίκα γένν’τσεν τέσσερα κ᾽λάτσα (ἡ γάττα ἐγέννησε τέσσαρα γαττάκιˬα) Μισθ. Ἡ κ’νέλα εἶνι ἕτοιμ᾽ πά’ νὰ γιννήσ’ Ἀλόνν. Γέ’σ’ ἡ σκύλλα μ’ κ’ ἔκανι ἱφτὰ κ’τάβιˬα Θεσσ. (Ἀρματολικ.) || Φρ. Ὅπως τὸν γέννησ’ ἡ μάννα του (γυμνός). Τὴν πῆρε ὅπως τὴ γέννησ’ ἡ μάννα της (οἱονεὶ γυμνήν, ἄνευ προικός). Βρίσκεται ὅπως τὸν γέννησ’ ἡ μάννα του (ἄνευ ὀβολοῦ, πάμπτωχος) κοιν. Ἐγέννεσεν τὸ χτῆνον (ἐγέννησεν ἡ ἀγελάδα, συνέβη κἄτι εὐχάριστον) Σταυρ. Πάλι τὸ βόδι μου ἐγέννεσεν (ἐπὶ κέρδους ἀνελπίστου) Πόντ. Ἐγέννησε ἡ φοράδα του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γέννησ’ ἡ ἀγελάδα μας (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Γεννᾷ τὸν ἄνεμο (ἐπὶ ψευδεγκυμοσύνης) Σκῦρ. Τὸν ἄνεμο νὰ γεννήσῃ (ἀρὰ) αὐτόθ. Νὰ γεννᾷς με ἐσὺ (ἀπειλή νὰ ἰδῆς τὶ θὰ πάθῃς) Τραπ. Χαλδ. Νὰ μὴ σ’ ἐγέννα ἡ μάννα σ᾽ καλύτερα (ἀρὰ) Θάσ. Π’ ἀνάθεμα τὰ γονικά τους καὶ τὴ gοιλιˬὰ ποὺ τὰ γένναε (ἀρὰ) Πελοπν (Βερεστ.) Νὰ πάρ’ ἡ διάβουλους τὴ μάννα ποὺ σὶ ’γέννα (ἀρὰ) Λέσβ. Γεννάει ἡ μάννα (ἐπὶ ἐπιτυχοῦς ἐκτελέσεως ὑπὸ τοῦ ἀρχηγοῦ ὅλων τῶν βολῶν καὶ ἐπαναλήψεως ὑπὸ τῆς ἰδίας ὁμάδος τῆς παιδιᾶς εἰς ἣν αἱ ἀντίπαλοι ὁμάδες παίδων ὀνομάζονται «μάγκες» καὶ οἱ ἀρχηγοὶ ἑκάστης ὁμάδος «μάννες») Ἤπ. (Ἄρτ.) Γεννῶντας (ἐκ γενετῆς) Θρᾴκ. (Πύργ.) Ἀπὸ γεννῶντα (ἀπὸ γεννήσεως) Θεσσ. (Μεγαλόβρυσ.) Συνών. φρ. Ἀπὸ γεννησιμιˬοῦ. || Παροιμ. φρ. Ποὺ τοὺ γιννάει ἡ μάννα τοὺ π’δὶ κὶ ποῦ τοὺ καταντάει (ἐπὶ ἀβεβαίου μέλλοντος) Μακεδ. (Γαλατ.) Τοῦ παιδιˬοῦ μου τὸ παιδὶ ἑφτὰ βολὲς τὸ γέννησα (εἰς ἔνδειξιν τῆς μεγάλης ἀγάπης) Ὀθων Γέ’σιν οὑ λύκους ᾿ς τὸ κατώ’ τ’ (ὑπεβλήθη εἰς μεγάλας δαπάνας) Μακεδ. Ὁ Γεν-νάρης δὲ γεννᾷ | μήδ’ ἀβγὰ μήδε πουλ-λιˬά, μόνε χιˬό-νιˬα καὶ νερὰ Πάτμ. Κεν-νάρη, ποὺ κεν-νᾷ, εκάννει ἀχιˬόν-να καὶ νερὰ (ὁ Γενάρης ποὺ γεννᾷ κάμνει χιˬόνιˬα καὶ νερὰ) Καστριν. Ὁ Γεν-νάρης κιˬ ἂ γεννᾷ τοῦ καλοκαιριˬοῦ μηνᾷ (ἀρχίζει τὸ τέλος τοῦ χειμῶνος) Λειψ. || Παροιμ. Ἄλλη κἀμμιˬὰ δὲ γέννησε. μόν’ ἡ Μαριˬὼ τὸ Γιˬάννη (ἐπὶ τῶν ἐπαινούντων ὑπερβολικῶς τὰ τέκνα των) πολλαχ. Γέννησέ με, σπεῖρε με, κιˬ ἄν δὲν σοῦ μο͜ιάσω, δεῖρε με (ἐπὶ τῆς ὁμοιότητος καθ᾿ ὅλα τῶν τέκνων πρὸς τοὺς γονεῖς) πολλαχ. Γέννα με, κιˬ ἂν ᾿κὶ ὁμζω σε, πάτ’ κὰ καὶ φούρκ’-σο με (γέννησέ με, καὶ ἂν δὲν σοῦ μοιάζω, βάλε με κάτω καὶ πνίξε με. Συνών. τῇ προηγουμένῃ) Χαλδ. Γέ’σ’ μι μὲ τὴ τύ’ κὶ ρίξε μι ᾿ς τοὺ σουκά’ (ἡ τύχη ρυθμίζει τὴν εὐτυχίαν ἣ τὴν δυστυχίαν) Μακεδ. (Κοζ.) Μουλάρι πο͜ιὸς σὲ γέννησε; τ’ ἄλογο εἶν’ ὁ θε͜ιός μου (ἐπὶ τῶν σεμνυνομένων ὄχι διὰ τοὺς γονεῖς, ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐπιφανεῖς συγγενεῖς των) Ἤπ. Ἡ σκύλλ’ ἀπὸ τὴ βιˬά τ᾿ς στραβὰ γιννάει τὰ π’διˬά τ᾿ς (τὰ ἀποτελέσματα τῶν βεβιασμένων πράξεων δὲν εἶναι καλὰ) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ἡ κάττα ντὸ γεννᾷ, πεντικὸν πιˬάν’ (τὰ τέκνα κληρονομοῦν τὰς ἰδιότητας τῶν γονέων των) Ὄφ. Χαλδ. Ἐμεῖς δὲν ἐχουιριώμαστου κ’ ἐγέννησε κ’ ἡ γραῖα (ἐπὶ συσσωρεύσεως δυσκολιῶν) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Λίγα τ᾿ς ἤτανε τσῆ γρᾶς καὶ γέννησε κιˬ ὁ γέρος (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήτ. (Μόδ.) Τ’ ἀρνὶν ἐγέννησε τσ’ ἡ προβατῖνα σίλιˬα (ἐπὶ ἐπισωρεύσεως ἀγαθῶν) Μεγίστ. Σὰδ δὲ σοῦ ρέσει ἡ ἀελ-λιˬά, πᾶρε βόδι νὰ σοῦ γεν-νᾷ (ἀελ-λιˬὰ = ἀγελάς. ἐπὶ τῶν ἀνικανοποιήτων) Κῶς (Πυλ.) Ἡ μεθήρα περδικοπούλ-λdους δὲ γεννᾷ (μεθήρα = ὁ ὄφις τῶν φαύλων τὰ τέκνα φαῦλα γίνονται) Σύμ. ᾿Εγέννεσεν τὸ βούδι κ’ ἐποῖκεν γαρκὸν (γαρκὸν = μοσχάρι. ἐπὶ τῶν προσπαθούντων νὰ παρουσιάσουν ὡς ἐξαιρετικὸν κἄτι τὸ σύνηθες) Πόντ. || Γνωμ. Ἡ μάννα γεννᾷ κ᾿ ἡ μοῖρα μοιράζει Κρήτ. (Νεάπ.) Ὅπου γεννᾷ, δὲν ξακληρίζει (διὰ τῶν γεννήσεων διαιωνίζεται τὸ γένος) Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν.) Ὁ βοῦς ἄδ δὲν ἁλώνευκεν, ὁ νιˬὸς ἂδ δὲν ἐθέριζεν τζ’ ἡ κόρη ἄδ δὲν ἐγένναν, ποτ-τέ τους, ’ὲν ἐγέρναν (ὀ θερισμός, ὁ ἁλωνισμὸς εἶναι ἐργασίαι ἐπίπονοι, ἀλλὰ καὶ ὁ τοκετὸς καταβάλλει σωματικῶς τῆν γυναῖκα) Κύπρ. || Αἰνίγμ. Τρεῖς ντοὺ πιˬάνουν κὶ γιννᾷ μαῦρα πιδιὰ (ὁ κονδυλοφόρος) Θρᾴκ. (Κόσμ.) Τρεῖς τὴν πιˬάνουν καὶ γεννᾷ. | μὰ ὅμως πρῶτα πίνει, μαῦρα τὰ κάνει τὰ παιδιˬὰ | καὶ πίσω της τ’ ἀφίνει (ή πένα καὶ τὰ γράμματα) Σῦρ. Ἀδακεῖ κοιλοπονᾷ κιˬ ἀκειπέρα πάει γεννᾷ (τὸ τουφέκι) Πόντ. || ᾌσμ. Κοιμήσου, ποὺ νὰ σὲ χαρῇ ἡ μάννα ποὺ σ’ ἐγέννα ὁ κύρης, ποὺ σ’ ἀνέθρεβε νὰ δῇ καλὸ ’πὸ σένα (βαυκάλ.) Ἄνδρ. Ὅdε σ’ ἐέννα ἡ μάννα σου κιˬ ὅdε σ’ ἐκοιλιˬοπόνα, τὸ κυπαρίσσ’ ἐgάλιˬασε gαὶ σ᾽ ἔκαμε gοκόνα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σὰ μοῦ τὸν ἤπηρες τὸ νοῦ, πᾶρε με σκιˬὰς κ’ ἐμένα γιˬὰ δὲ μὲ θέλει κουζουλὸ ἡ μάννα ποὺ μ’ ἐγέννα (σκιˬὰς = τοὐλάχιστον) Κρήτ. Ἐμὲν μάννα ’κ’ ἐγέννεσεν, ἐμὲν κύρης ’κ’ ἐποῖκεν, ἐμὲν κορώνα ξέρασεν ’ς τὴν μαυροποταμίαν (μοιρολ. περὶ ὀρφανοῦ τὸ ὁποῖον δὲν ἐγνώρισε γονεῖς) Χαλδ. β) Τεκνοποιῶ, φέρω τέκνα εἰς τὸν κόσμον, ἀνεξαρτήτως τοῦ γένους τῶν γονέων πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) || Φρ. Τὸν ξέρω σὰ’ νὰ τὸν γέννησα (ἐπὶ προσώπων τῶν ὁποίων γνωρίζει τις καλῶς τὸν χαρακτῆρα) πολλαχ. Αὐτὸν ἐγὼ τὸν ἔχω γεννήσει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαὰκ Κ.Δ. (Ματθ. Α, 2, ἐπὶ μακρῶν καὶ ἀνιαρῶν διηγήσεων) Κεφαλλ. || Παροιμ. Λούζεις με, κτενίζεις με, ξέρω πο͜ιὸς μ’ ἐγέννησε (ἐπὶ θετῶν τέκνων, τῶν ὁποίων ἡ ἀγάπη στρέφεται πρὸς τοὺς φυσικοὺς γονεῖς, παρ᾽ ὅλας τὰς ἐκ μέρους τῶν θετῶν γονέων περιποιήσεις) πολλαχ. Ὁ διˬάβολος διˬαβολόπουλα γεννάει (ἐκ φαύλων γονέων φαῦλα τέκνα γεννῶνται) Ἤπ. Ἐκε͜ιὰ ποὺ δὲν ἐγέννησα | κακὸς σκορπιˬὸς νὰ φάῃ (ἐπὶ τῶν ἐνδιαφερομένων μόνον διὰ τὰ τέκνα των, τοὺς συγγενεῖς των) Κεφαλλ. Εἴχαμε λίγα παιδιˬά, μᾶς γέννησε κιˬ ὁ γέρος (ἐπὶ τῆς συσσωρεύσεως δυσμενῶν συμβεβηκότων) Πελοπν. (Ἦλ.) γ) ᾨοτοκῶ, κάνω ἀβγά, ἐπὶ πτηνῶν καὶ ἰχθύων κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἰνέπ.) Τσακων. (Βάτικ. Μέλαν.): Ἀρχίσανε νὰ γεννᾶνε οἱ κότtες κοιν. Ἐγέννησε ἡ κόττα δίκορκο ἀβγὸ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἐγεννάκαϊ οἱ κότε (ἐγέννησαν οἱ κόττες) Μέλαν. Ἁ κόττα δὲ γεννᾷ Βάτικ. Πῆγε τζινοάρ, γέννησε σὸ φωλέ του δύ’ ὠβὰ (ἐπῇγεν ὁ ἀετός, ἐγέννησεν εἰς τήν φωλεάν του δύο ἀβγὰ) Καππ. Γεννάνκε κάdα ἡμέρα ’πὲ ᾿βόκκο (ἐγέννα κάθε ἡμέρα ἀπὸ ἕνα ἀβγὸ) αὐτόθ. Ἐν ἀν-νοίξαν νὰ γεν-νοῦν ἀκόμα οἱ ὅρνιθές μου Κύπρ. Δὲ μοῦ γεννοῦνε οἱ κόττες Κιμωλ. Ἀννουλί, οἱ ὅρνιθές σας κακρακίτζουν, ἐγεν-νῆσαθ-θάν-να (Ἀννούλα, αἱ ὄρνιθές σας φωνάζουν κρά-κρά, θὰ ἐγέννησαν) Σύμ. Γέ’τσαν σήμιρα τ’ ἀρνίτιˬα, νὰ τηγανίσουμι κἄνα ἀβγὸ (ἀρνίτιˬα = ὀρνίθια, οἱ κόττες) Θεσσ. (Κρυόβρ.) Ἡ πούλ-λdα ’εν-νᾷ ’ς τὸ ουμᾷ (ἡ ὄρνιθα γεννᾷ εἰς τὸν ὀρνιθῶνα) Κάσ. Ἕνα ζευγάρι ἀπὸ χιλιδόνιˬα πάει καὶ γεννάει ᾿κεῖ μέσα ’ς τὰ χεῖλα τοῦ πηγαδιˬοῦ Πέλοπν. (Παιδεμ.) Ἀπὸ σήμερα ἄρχισε νὰ γεννάῃ τσαὶ ἡ ἄσπρη πουλάκα Πέλοπν. (Ξεχώρ.) Γιννάει ἡ πέρδικα Ἤπ. (Καταρρ.) Ἡ γαζανὴ μ’ ἡ κόττα γιννάει οὕ’ τὴ βδουμάδα Στερελλ. (Σπάρτ.) Γιννοῦν οἱ μιλισσουργοὶ ’ς τὰ γιˬάριˬα (γιˬάριˬα = ἀπότομοι ὄχθοι, κρημνώδη ἐδάφη) Μακεδ. (Ἐλευθερ.) Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ γεννοῦνε τὰ ψάριˬα τ’ ἀβγά dωνε ’ς τὴν ἄκρα τοῦ γιˬαλοῦ Κρήτ. Ἡ χελώνα γεννᾷ τ’ ἀβγά της ’ς τὴν ἄμμο Λεξ. Περίδ. || Φρ. Αὐτοὶ δὲν ξέρουν ποῦθι γιννάει ἡ κόττα τ’ ἀβγὸ (εἷναι τελείως ἀμαθεῖς) Θεσσ. (Μεταξοχώρ.) Ἐκεῖ ποὺ πάει, μαῦρα ἐβγὰ γεννᾷ (ἐπὶ τοῦ δημιουργοῦντος δυσχερείας) Ἰνέπ. Δὲν τ᾿ς ἁλάτ’σαν καλά, ὅταν γιννήθ’καν (δι’ ὅσους ὶδρώνουν πολύ καὶ μυρίζουν) Μακεδ. Αὐτὸς ξέρει καὶ πόσα ἀβγὰ γεννῆσαν τὴ μέρα οἱ κόττες σὲ κάθε σπίτι Δ. Μπόγρ., Ἀρραβων., 19. Κάθεται κιˬ ἀβγὰ γεννᾷ, Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. Ἀλλοῦ τὰ κακαρίσματα κιˬ ἀλλοῦ γεννοῦν οἱ κόττες (ἐπὶ τῶν παρ᾿ ὑπόνοιαν, ἀπροσδοκήτως ἤ καὶ δολίως γενομένων) κοιν. Γιˬὰ τὸ γαμπρὸ γεννάει κιˬ ὁ κόκορας (ἐπὶ ὑπερβολικοῦ ἐνδιαφέροντος πρὸς πρόσωπα ἀγαπώμενα) κοιν. Κά... κά... κά! ἡ κόττα θὰ γεννήσ’ τ’ ἀβγὸ (ἐπὶ μυστικῶν ψιθυριζομένων) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Γεννοῦν κ’ οἱ πετεινοί του (ἐπὶ τοῦ εὐνοουμένου ὑπὸ τῆς τύχης) Χίος. Τοῦ γιννάει οὑ κόκουτους (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Μαύρη κότ-τα ’ς τὴν αὐλὴν ἃγ γεν-νᾷ τσ᾽ ἂδ δὲγ γεν-νᾷ (ἡ μαύρη κόττα θεωρεῖται σημεῖον εὐτυχίας εἰς τὸν οἶκον) Χίος. Μαύρη κόττα ’ς τὴν αὐλή σου καὶ ἂν γεννήσῃ, μὴ γεννήσῃ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ζάκ ||Αἴνιγμ.: Ἀς σὴν φραχτὴν ἐλάγγεψα κ’ ἐκεῖ μερέαν ἐγέννεσα ( = ἀπὸ τὸν φράκτην ἐπήδησα καὶ εἰς τὴν ἄλλην πλευρὰν ἐγέννησα. ἡ κολοκυθιˬὰ) Ἀντρεάντ. || ᾌσμ. Σήμιρα τὰ Φῶτα. | ποὺ γιννά’ ἡ κόττα πίσ’ ἀποὺ τὴ bόρτα Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἱστ.) Οἱ ποῦλ-λdες μὲ τ’ ἀπότικο γεννοῦν καὶ μὲ σιτάρι κιˬ ὁ ἄθ-θρωπος ὑψώνεται μὲ τοῦ θεοῦ τὴ χ-χάρη (ἀπότικο = ἀπότοκον, τὸ ἐν τῇ φωλεᾷ τῇς ὄρνιθος διαρκῶς μένον ᾠὸν διὰ νὰ προσελκύεται αὕτη καὶ νὰ γεννᾷ ἐκεῖ καὶ οὐχὶ ἀλλαχοῦ, τὸ φώλι) Κῶς (Πυλ.) ’Σ αὐτὸ τοὺ σπίτι πού ’ρθαμι, γιουμᾷτου καλο͜ιακούδιˬα, Τὰ μ’σὰ γιννοῦν, τὰ μ’σὰ κλουσσοῦν, τὰ μ’σὰ σᾶς βγάζουν τὰ μάτιˬα Μακεδ. (Καταφύγ. Χαλάστρ.) 2) Δημιουργῶ, παράγω, ἐφευρίσκω, προκαλῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰμερ. Τραπ. κ.ἀ. ): ᾽Εγέννησε τοῦ κόσμου τὰ ψέματα. Θὰ μᾶς γεννήσῃ δουλε͜ιὲς αὐτὴ ἡ κουταμάρα κοιν. Ἡ κοιλιˬά του γεννᾷ πολλὰ ψέματα Πελοπν. (Μάν.) Τὶ γεννᾷ τὸ μυˬαλό σου, σὲ θαμάζω, εἶσαι πολὺ ξυπνιˬὸς ἄνθρωπος Ἰων. (Σμύρν.) Αὐτὰ τὰ γέ’σες ἀπ’ τὸ κεφά’ σ᾽ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Τοὺ κλῆμα παραδυνάμουσι κὶ θὰ φάῃ τὰ σταφύλιˬα π’ γέ’σι Σάμ. Ἡ φοινιτσιˬὰ γεν-νᾷ (παράγει, καρποφορεῖ) Κύπρ. Ἡ κουπριˬὰ γιννάει τ᾿ς ψύλλ’ς Εὔβ. (Ἄκρ.) || Φρ. Γεννάει τὸ μυαλό του - ὁ νοῦς του (ἐφευρίσκει ὁ νοῦς του, εἶναι εὐφυής) κοιν. Ὁ νοῦς ἀτ’ γεννᾷ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Τραπ. Αὐτοῦ γεν-νάει ἡ κούτρα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. (Κόκκιν.) Πβ. Μ.Ψελλ., Ἐπιτάφ. Λόγ. (Κ.Σάθ., Μεσν. Βιβλ. 5, 95) «ὤ νοῦ γεννῶντος καὶ γλώσσης ἀττικιζούσης»! || Παροιμ. Ἡ ἁμαρτία γεννᾷ τὸ θάνατο (ἐπὶ τῶν ὀλεθρίων συνεπειῶν τῆς ἁμαρτίας) πολλαχ. Πβ. ΚΔ (Ρωμ. 6, 23) «τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος». Ἡ ἀδικία γεννᾷ τὸ θάνατο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Αἴγιν. Ἡ νύχτα βασιλιˬὰ γεν-νᾷ τσ’ αὐγὴ μητροπολίτη (ἐπὶ τῶν κρυφίως καὶ σκοτίως τελουμένων) Μεγίστ. 3) Ἐπὶ τοίχων, κρημνίζομαι Σάμ.: Οὕ’ οἱ τοῖχ᾿ γιννήσανι, οὔλο τοὺ καλουκαίρ’ θὰ ξαναχτίζουμι. Β) Παθ. 1) Γίνομαι, ἔρχομαι εἰς τήν ζωήν, δημιουργοῦμαι κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Μιστ. Σίλ. Φερτ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἴμερ. Οἰν.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Καθένας γεννε͜ιέται μὲ τὴν τύχη του. Μιˬὰ φορὰ γεννε͜ιέται ὁ ἄνθρωπος. Δὲν εἶχα γεννηθῆ, τότε ποὺ γίνηκε ὁ πόλεμος κοιν. Γιννήθ’κι ἕνα μῆνα πρὶν κοιν. βορ. ἰδιωμ. Ἐπαδὰ γεννήθηκα, ἐπαδὰ βασανίζομαι Κίμωλ. Οὐ ἄντρας τ᾿ς τὰ ᾽χασι κὶ τ᾿ ρώτ’σ’ πῶς ἐγ’ νι κὶ γιννήθ’κι τοὺ π’δὶ τόσου γρήγουρα Στερελλ. (Παρνασσ.) Ὅσοι γεννε͜ιούdανε μετὰ τὶς ὧρες, γίνουνταν καλιτσαgαραῖοι (καλικάντζαροι) Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Γεννέθηκε ἀρφανοκοίλης καὶ μαρτούρεψε ἡ μαgούφα ἡ μάννα του νὰ dὸ μεγαλώσῃ Ἰθάκ. Οἱ ψύλλοι γεννε͜ιῶdαι ἀπὸ τὴ gοπρέα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὅdα γεννε͜ιέται τὸ κοπέλι, ἀνοίγουνε τὰ πορτοπαράθυρα Κρήτ. Ἅμα ἐγεν-νιˬούτονε τὸ παιδί, ἠπηαίνανε οἱ Μοῖρες καὶ τὸ μοιράντζανε Πάτμ. Φτωχοὶ ἐεννήθημα gαὶ φτωχοὶ θ’ ἀπεθάνωμε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὰ Χριστό᾽εννα ἐννήθην ὁ Χριστὸς αὐτόθ. Ἅμα γιννήθ’τσι τοὺ π᾿δὶ τ᾿ς Λέσβ. Ἡ κααναbᾶς τουώει κατσίκιˬα ὅτ’ γεννε͜ιέd’ (κααναbᾶς = εἶδος γυπαετοῦ, τουώει = τρώει) Σαμοθρ. Νὰ μὴ dυχαί’ κἀνεὶς νὰ γιννε͜ιέτι. ᾿Πόμ’να, καταλαβαίν’ς, σκ’λλιˬάρφα’ Λῆμν. Οἱ ἔτζ-τζυες ἑορτάζουν τὸν ἅϊλ-Λευτέρηγ - γιˬὰ νὰ τὶς ἐλευτερών-νῃ ἐγλήορα τσαὶ τὸν ἅϊσ - Συμεὼν - γιˬὰ νὰ προφυλάσ-σῃ τὰ μωρά νὰ μὴ γεννε͜ιῶνdαι ημαεμένα Χίος. Ἰπειδὴς καὶ γιννέθηκι Παρασκευὴ μέρα, τοῦ ’πανι κὶ Παρασκευὴ Σάμ. (Κοκκάρ.) Ἅμα γιννε͜ιῶντι τὰ μ᾽κρὰ μὶ προυσουπίδα, τὴ βγάλ’νι ἀπὸ πάνου πρὸς τὰ κάτου Στερελλ. (Ἀστακ.) Εἶνι τοὺ σπίτ’ π’ γιννήθ’κι Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Τοὺ π’δὶ θὰ γι’θῇ σημε͜ιουμένου (θὰ φέρῃ αἱμαγγείωμα) Μακεδ. (Ἀρν.) Ἡ ἄνθρουπους γιννε͜ιῶτι, βασανίζιτι κὶ πιθαί’ Θεσσ. (Ναρθάκ.) Πότι γιννέθ’κι; Μακεδ. (Νιγρίτ.) Ὅντε γεννᾶτ’ τὸ καβγί, ναμενὲ ταρ κιˬοφτέ ’ς τὸ ψαχνέσ’ (ὅταν ἐγεννήθη τὸ παιδί, εἶχε γίνει, εἶχε σχηματισθῇ ὁ κεφτὲς εἰς τὸν γλουτόν του) Χαβουτσ. η α γεννανόμ’νε (ποὺ ὅταν ἐγεννᾶτο) αὐτόθ. Σὲ κακὰ ὥρα γενναμένε (σὲ κακή ὥρα γεννημένος) αὐτόθ. Τὰ γεννῆθα. τὰ ἐπλάστα, μίαν φορὰν ἐδίβα ’ς τὴν πόλιν (ἀφ’ ὅτου ἐγεννήθην, ἀφ’ ὅτου ἐπλάσθην, μίαν φορὰν ἐπῇγα εἰς τὴν πόλιν) Οἰν. Ἀς τὰ τέριˬα dὲν γεννῆρα (ἀπὸ τὰς πέτρας δὲν ἐγεννήθην) Ἀραβάν. Γεννήχη ἀνάτις μέρα, ἕνα μέρα ὀμπρὸ (ἐγεννήθη την παραμονήν, μίαν ἡμέραν πρὶν) Μισθ. Μεῖς γιννήθ’καμι ᾽ς bατρίδα μας Βιθυν. (Πιστικοχώρ.) Τοὺ π’λάρ’ τοὺ σιρ’κὸ γιννήθ’κι τοὺ Σαββάτου τοὺ βράδ’ Θεσσ. (Βαθύρρ.) Τὰ ριφάκιˬα ποὺ ’εννε͜ιῶdαι dὸ Φλεβάρη Νάξ. (Ἀπύρανθ. ) Τοὺ κατσί’ π’ γιννε͜ιέτι πρώιμα τοὺ λὲν προυϊμουκάτσ’κου Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Πέφκο λέγαμαν τὸ βόιˬδ’ ποὺ γεννήθ’κε τὴν Πέφτη Ἤπ. (Πέρδικ.) || Φρ. Ἀνάθεμα τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκες! (ἀρὰ) Ἀνάθεμα τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ γεννε͜ιώσουν! (ἀρὰ) κοιν. Νὰ μή ’χι γιννουντάνι (μακάρι, εἴθε νὰ μὴ ἐγεννᾶτο) Στερελλ. (Τριχων.) Ἐσὲν τ’ ’ὰ γέννανεν ἡ μάννα, ἀχάντ νὰ γέννανεν (ὅταν σὲ ἐγέννα ἡ μάννα σου, καλύτερον θὰ ἦτο νὰ ἐγέννα ἀκάνθια. ἐπὶ τῶν κακῶν) Πόντ. (Ἀντρεάντ.) Ἐνεθεμάτισα τὴν ὥρα ποὺ ἐγεννέθα Πόντ. Ἀναθεμάτισα χίλιες βολὲς τὴν ὥρα ποὺ γεννε͜ιώμουνα Πελοπν. (Μάν.) Μακάρι νά ’θελε μὴ ’εννηθῇς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Φτωχὸς γεννε͜ιέται (ἐπὶ αἰφνιδίας καὶ ἄνευ λόγου διακοπῆς τῆς συνομιλίας) Σῦρ. Ἄμοιρος γεννε͜ιέται (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Κυνουρ.) Κάπο͜ιος μουγγὸς ἐγεννήθη (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. || Παροιμ. φρ.: Ἐγεννήθηκε τὴν ἡμέρα τὴ Λαbρὴ (ἐπὶ τοῦ ὑπὸ τῆς τύχης εὐνοουμένου) Κεφαλλ. Ἡ παροιμ φρ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Γιννήθ’κι μέρα Σαββάτου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Γεννήθηκε μὲ τ’ ἄστρο του (συνών. τῇ προηγουμένη) Κεφαλλ. Γεννήθηκε τὴν ἡμέρα τοῦ Κάη (ἐπὶ δυστυχῶν) αὐτόθ. Εὐτὸς γεννήθηκὲνε σὲ ξέσκεπο σπίτι (ἐπὶ ἀναισχύντων) Ἰων. (Καράμπ.) ’Σ σὸ φεγγογέννεμαν ποὺ γεννε͜ιέται ἀργῶς γερᾷ (ὅποιος γεννηθῇ κατὰ τὴν περίοδον τῆς νέας σελήνης ἀργὰ γηράσκει) Πόντ. Γι’θήκανι πίσου ἀπ’ τὶς γίδας τοὺ gόλου (δι᾿ ὅσους γηράσκουν ποιμαίνοντες αἰγόπρόβατα) Σάμ. || Παροιμ. Ποὺ γεννηθῇ ’ς τὴ φυλακή, τῆς φυλακῆς θυμᾶται (ἡ δύναμις τῆς ἕξεως εἶναι μεγάλη) Θήρ. Κρήτ. Μῆλ. Κἄποιος ἐγεννήθη ’ς τὴ φυλακὴ καὶ τὴν ἐπεθύμησε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὅπο͜ιος γεννηθῇ ἀπὸ σκορπιˬὸν πάντοτε κεντρώνει (τὰ ἐλαττώματα τῶν γονέων ἀναφαίνονται εἰς τὰ τέκνα) Ἤπ. Ὅπο͜ιος γεννε͜ιέται μελανὸς πεθαίνει μαῦρος (ἡ πονηρὰ φύσις δὲν μεταβάλλεται) Πελοπν. (Λάστ.) Κουβέντα ποὺ θὰ γεννηθῇ ψεματινὴ δὲν εἶναι (ὑπὸ τὰ θρυλούμενα ὑπόκειταί τι ἀληθὲς) Πελοπν. (Ἀράχ.) Κάλλιˬο κοdὰ σὲ γεννημένη σκύλλα παρὰ κοdὰ σὲ κακὴ γυναῖκα (διὰ τὸ μέγεθος τῆς κακίας καὶ ἀγρίας συμπεριφορᾶς τῆς κακῆς γυναικὸς) Πελοπν. (Βραχν.) || Γνωμ. ’Σ τοῦ καλότυχου τὴν πόρτα | θηλυκὸ γεννε͜ιέται πρῶτα (διότι περισσότερον φροντίζει διὰ τοὺς γονεῖς ἡ θυγάτηρ, ἡ ὁποία καὶ βοηθεῖ εἰς τὰς ἐργασίας τοῦ οἴκου) Πελοπν. (Ἦλ.) Ἡ νύφη ἅμα γεννηθῇ, | τῆς πεθερᾶς θὰ μοιάσῃ (διότι ἐνίοτε ὑπάρχει ὁμοιότης χαρακτήρων μεταξύ των καὶ ταὐτότης ἀντιλήψεων) Πελοπν. (Καρδαμ. Ξηροκ.) Τρίτη γεννᾶτ’ ὁ φρόνιμος, Τετράδη ὁ ἀdρε͜ιωμένος, Κρήτ. (Νεάπ.) || Αἰνίγμ. Ἄσπρος γεννε͜ιέται, μαῦρος καταντειˬέται καὶ τὰ δόντιˬα του κουνε͜ιῶνται (τὸ χαρούπι) Πελοπν. (Κόκκιν.) Ἀπὸ μάννα κόκκινη γεννε͜ιέται παιδὶ μαῦρο, φτερὰ δὲν ἔχει, μὰ στὸν οὐρανὸ πετάει (ὁ καπνὸς) αὐτόθ. ’Σ ὀρμὰν ἐγεννέθα, ’ς ὀρμὰν ἐνεπλάστα κιˬ ὅταν ἐκατήβα, ὅλ’ ἐdώκανέ μου ἀπ’ ἕναν πάτσον (τὸ κόσκινον) Πόντ. || ᾌσμ. Χριστούγεννα, πρωτόγεννα, τώρα Χριστὸς γεννε͜ιέται, γεννε͜ιέται κιˬ ἀναστένεται ’ς τὸ μέλι καὶ ’ς τὸ γάλα (ἐκ τῶν καλάντων τῶν Χριστουγέννων) Μακεδ. Νύφ-φημ μου ἄθ-θι τῶν ἀθ-θῶ καὶ τῆς μηλ-λιᾶς τὸ μῆλο ἐσύ ’σουμ bοὺ γεν-νήθηκες ἀνdάμα μὲ τὸν ἥλ-λιˬο Λέρ. Χριστὸς γεννέθεν ’ς σῆ χαρᾶς τὸν κόσμον, χὰ καλὴ ὥρ’, χὰ καλὴ σ᾽ ἡμέρα Ἀντρεάντ. Ὥρα͜ια μου ἀπ’ ὥρα͜ια μάννα gεννημένη, ὥρα͜ια ἀπ’ ὥρα͜ιο τσούρη νουτρικάτα (τσούρη = κόρην, πατέρα, νουτρικάτα = ἀνατεθραμμένη) Ἀπουλ. β) Ἀναγεννῶμαι, ξαναγίνομαι Κεφαλλ. Μακεδ. (Καστορ.): Τώρα π᾿ ᾿γί᾿᾿κιν αὐτό, γιννήθ’κα Καστορ. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος σκοτώνει σκοτώνεται κιˬ ὅπο͜ιος γεννάει γεννε͜ιέται (ἐπὶ ἐπιδοκιμασίας διὰ καταδίκην φονέως ἢ διὰ τὴν γέννησιν τέκνου) Κεφαλλ. γ) Ἐπὶ τοῦ ἡλίου, τῆς σελήνης καὶ τῶν ἄστρων, ἐμφανίζομαι εἰς τὸν ὁρίζοντα, ἀνατέλλω Α.Ρουμελ (Καρ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σίλ. Φερτ.) Κύπρ. Κωνπλ. Λέσβ. Μέγαρ. Πόντ. (Ἴμερ.)--Χ.Παλαίσ., Θάνατ. Εἰρήν., 11. Τὸ ὄλιˬος γεννήρη ἀπὸ τὴ μάννα τ’ (ὁ ἥλιος ἀνέτειλεν) Ἀραβάν. Γεννήσ’κι γιˬούλης (ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος) Σίλ. Σηκώθηκα, ὅταν γεννήθηκε τοῦ μουσχατζῆ τὸ ἄστρο (ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος) Κὰρ. Ἄμα μέσ᾿ ’ς τὸν Ὀχτώβρην τὴν αὐκὴν γεννηχῇ ἕναν ἄστρον, ὁ γρόνος ἕν’ νά ’ν’ καλὸς Κύπρ. Πρὶν νὰ γεννηθῇ ὁ ἥλιˬος Κωνπλ. Οὑ ἥλιˬους γιννε͜ιέτι Λέσβ. Ὅντες γεννήθη ὁ ἥλιˬος, τὸνε βάνανε στὴν κάσα Μέγαρ. Ὁ φέγγον ἐγεννέθεν (ἡ σελήνη ἀνέτειλεν) Ἴμερ. || Ποίημ. Ὅταν ᾽ς τὲς ἕξι τὸ πρωὶ ὁ ἥλιˬος ἐγεν-νήθη κ᾿ ἔρριξεν τὲς ἀχτῖνες του ’ς τὰ ζαχαρένιˬα στήθ Χ.Παλαίσ., ἔνθ’ ἀν. Μετοχ. ἐπιθ. 1) Ἐπὶ ἀνθρώπων, ζωντανός, ὑπαρκτὸς σύνηθ.: Δὲ dὸ λέω ἀθρώπου γεννημένου (εὶς οὐδένα ἀπολύτως, ἐπὶ ἐμφάσεως) Κρήτ. ψυχὴ ᾿εν-νημένη ’ὲν ἐφαίνετο πούετε, μήε ἀφέντης μήε δοῦλος, μήε ἄλοα (μήε = μήτε, ἄλοα = ἄλογα) Κάρπ. ψυχὴ γεννημένη δὲν ἦτο ᾿ς τὸ πανεΰρι Θήρ. ψυχὴ ’εννημένη δὲν ἐδιˬάαξε (οὐδεὶς ἐφαίνετο, ἐκινήθη) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δὲ gοτάει ἄdρωπος γεννημένος νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴ στάνη Πελοπν. (Παιδεμ.) || ᾎσμ. Τὰ πάθη μου ’ὲν τά ’παθε κἀνένας γεν-νημένος μήδ’ ὁ Χριστὸς σὰν ἤτανε ᾿ς τὸ ξύλο σταυρωμένος Τῆλ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. βλ. Χρον. Μορ. (ἔκδ. Schmitt) Ρ στ. 5185 «ὅσον εἰπῇ κ’ ὑποσχεθῆ ἀνθρώπου γεννημένου» καὶ αὐτόθ. Ρ στ. 7786 «μὴ τοὺς νοχλὴσῃ τίποτες ἄνθρωπος γεννημένος». Ἀντίθ. ἀγέννητος 1, ἄγεννος 2. 2) Ἐπὶ γυναικῶν καὶ θηλέων ζῴων, ἡ πρὸ μικροῦ σχετικῶς χρόνου γεννήσασα πολλαχ.: Πάει ᾿ς τήμ μάν-να του καὶ βρίσκει τηγ γεν-νημένη κ’ εἶχε κιˬ ἀρσενικόπ παιὶ Κάρπ. Τοῦ ’δωσε νιˬὰ γι’μέ’ γίδα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μιˬὰ στσύλλα ἤτανε γεννημένη Πελοπν. (Γελίν.) Μὶ ρίχνιτι μιˬὰ σκύλλα γι’μέ’ ἀποὺ κρ’φὰ κὶ μὶ βγάζ’ μιˬὰ μοῖρα ἀπ’ τοῦ μπούτ’ μ᾿ Μακεδ. (Μελίκ.) Ὁ κάτ-της εἶγ γεν-νημένος, ἔει κατ-τάτσιˬα τσαὶ πρόσεξε ’ὰφ φριμάξῃ, ἅμα σὲ δῇ Χίος. Ἡ διντρουγαλιˬά, ἄμα εἶνι γι’μέ’, σὶ παίρ’ ’ς τὴ δρουμὴ Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἅμα εἶν᾿ γι’μέ’ ἡ σαῖτούρα, σ’κώνιτ’ οὐρθὴ κι᾽ σὶ στρώ’ ’ς τὰ π’δάριˬα (σαϊτούρα = εἶδος λεπτοῦ καὶ λίαν εὐκινήτου ὄφεως) Στερελλ. (Σπάρτ.) || ᾌσμ. Ἀφέντη, ἡ γυναῖκα σου δὲν εἶναι χτυπημένη͵ ἀρσενικὸν ἔκαμε παιδί, τρεῖς μέρες γεν-νημένη Νίσυρ. Πουλεῖ ’γιλάδιˬα ἀγέννητα, ᾿γιλάδιˬα γιννημένα Θρᾴκ. (Αἶν.) β) Ἐπὶ γυναικῶν, ἡ παύσασα νὰ εἶναι παρθένος Εὔβ. (Ἄκρ. ): Τ᾽ δώσανι προῖκα, ἀλλὰ τ᾿ δώσανι κι᾿ γι-μέ’ γιˬὰ κουρίτσ’. 3) Ὁ ἐπιτήδειος, ὁ ἔχων φυσικὴν προδιάθεσιν, ἱκανότητα δι’ ἓν ἔργον κοιν.: Εἶναι γεννημένος γιˬὰ τέτο͜ιες δουλε͜ιές Εἶναι γεννημένος δάσκαλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/