γενοκόπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενοκόπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γενοκόπι τό, ἀμάρτ. ’ενοκόπι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γένος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –κόπι περὶ ἧς ἰδ. Γ.Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 246.

Σημασιολογία

Ἡ γενεά, ὅλοι ἐν γένει οἱ συγγενεῖς: Ὤχου, μάθιˬα μου, τὸ ’ενοκόπι σου εἶναι μιˬὰ χαρά! || Φρ. Νὰ σέ κάψ’ ἡ φωθιˬὰ καὶ σένα κιˬ ὅλο σου τὸ ᾽ενοκόπι! (ἀρὰ) Συνών. γενεά, γενοκυκλάδα. γενολόγι, γενολογιˬά, γενοπαρέντι γενοπατριˬά, μιλέτι, συγγενολογιˬά, συγγενολόϊ, σειριˬά, σειριˬολόι, σόι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/