γενοκρατε͜ιέμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενοκρατε͜ιέμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γενοκρατε͜ιέμαι ἀμάρτ. γενοκρατε͜ιῶμαι Ἰθάκ. Κεφαλλ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γένος καὶ τοῦ ρ. κρατε͜ιέμαι δι’ ὃ ἰδ. κρατῶ.
Σημασιολογία
Ἕλκω τὸ γένος, κατάγομαι ἔνθ’ ἀν.: Ξέρω ᾿γὼ πούθενε γενοκρατε͜ιέται; Κεφαλλ. Γενοκρατε͜ιέται ἀπὸ τὸν Καποdίστρια αὐτόθ. Ποῦθε γενοκρατε͜ιέται; Ἰθάκ. || Φρ. Ὅλοι γενοκρατε͜ιώμαστε ἀπὸ τὸ Νῶε (ἐπὶ τοῦ φυσικῶς ἀβασίμου τῆς γνώμης περὶ διαφορῶν μεταξὺ ἀνθρώπων, κοινωνιῶν ἢ ἄλλων) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Ἀρχίνησε νὰ τσῆ μιλῇ, νὰ τὴ ξαναρωτάῃ, πές, ᾽ς τὴν ψυχή σου, λιγερή, ποῦθε γενοκρατε͜ιέσαι; Μεσολόγγ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA