γενολόγι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενολόγι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γενολόγι τό, Ἰων. (Κρὴν. Σμύρν.) - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γενολόι Βιθυν. (Ἀρβανιτοχώρ.) Ἰθάκ. Κρήτ. Νίσυρ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Βυζαντ. γενολόγιον.

Σημασιολογία

Γενοκόπι, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔκαμε μεγάλη καλεστικὴ ’ς τὴ χαρὰ τοῦ γιˬοῦ της, γιˬατὶ ἔχουσι μεγάλο γενολόι Κίτ. Μαν. Οὕλο τὸ γενολόι μας καμαρώνει τὴ gορνιˬόλα τσῆ νόνας (κορνιˬόλα = δακτυλίδι ἔχον ἔγχρωμον λίθον) Ἰθάκ. || Φρ. Νὰ πάρῃ ὁ διˬάλος τὸ γενολόι ζου! (ἀρὰ) Κίτ. Μάν. Διˬάλ’, ἔπαρέ σε ἐσένα καὶ τὸ γενολόι σου! (ἀρά) Κρητ. || Παροιμ. Τὸ παππαδολόι νὰ μαεύγετο καὶ τὸ γενολόι νὰ διˬαλέετο (ἐπὶ τῆς δυσκολίας ἐπιλογῆς ἱερέων ἤ συγγενῶν) Νίσυρ. || ᾌσμ. Ἔχομε κάστρο σύγκελλο | καὶ κάστρο γενολόι (μοιρολ.) Ἰθάκ. || Ποίημ. Μονοχρονὶς ξαλείφτηκε οὕλο τὸ γενολόι κ’ ἐλώβιˬασε κιˬ ὁ Γιαννακῆς, πῆε ᾿ς τὸ λωβοχώρι Νίσυρ. Συνών. ἐν λ. Γενοκόπι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/