γενολογιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενολογιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γενολογιˬὰ ἡ, Ζάκ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. -Λεξ. Βλάστ 410 Δημητρ. (λ. γεννολογιˬὰ) γινουλουγιˬὰ Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γενολόγι. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀρχοντολογιˬά, φτωχολογιˬά, ψιλολογιˬὰ κτλ τύπ. γενολογία εἰς Συναξάρ. εὐγενικ. γυναικ. (ἔκδ. K. Krumbacher, στ. 188): «Σκόπα καλὰ καὶ πρόσεχε, τὸ πόσον ὅπου ἀχρήζεις | μὲ τὴν ζωὴν τοῦ κάθε ἀνδρὸς καὶ τὴν γενολογίαν». Πβ. καὶ τὸ ἀρχ. γενεαλογία

Σημασιολογία

Γενοκόπι, ὃ ἰδ., ἔνθα καὶ συνών., ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Νὰ παdρευτῶ θέλω κ’ ἐγὼ κοντὰ ’ς τὴ γειτονιˬά του, νὰ πάρω ἀπὸ τὴ γέννα του κιˬ ἀπ’ τὴ γενολογιˬά του Ζάκ. Κρατοῦσες ἀφ᾿ τὸ σόι μου κιˬ ἀφ’ τὴ γενολογιˬά μου ’Ιθάκ. Τοὺ ξόδι θέλει συντρουφιˬά, γινουλουγιˬὰ μιγάλη, ἄν τοὺν ξιχνᾷ ἡ μιˬὰ μιριˬὰ νὰ τοὺν θυμᾶτ’ ἡ ἄλλη Σάμ. Συνών ἐν λ. γενοκόπι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/