γενολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γενολογῶ Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γενολογῶ Βλ. Πουλλολόγ. στ. 657, 660 (ἔκδ. S. Krawczynski, σ. 138) «οὐδὲν σᾶς ἔφερα ἐδῶ, διὰ νὰ γενολογᾶσθε | νὰ φάγετε, νὰ πίετε καὶ νὰ χαρῆτε ἅμα | οὐχὶ δὲ νὰ δικάζεσθε καὶ νὰ γενολογᾶσθε» Παρὰ Στάθῃ Γ 436 (ἔκδ. Κ.Σάθα, Κρητ. Θέατρ., σ. 169) καὶ ὁ τύπ. γενολοῶ. «Σώπασε, Φόλα σώπασε, μηδὲ σοῦ τὸ γροικήσου, | νὰ ζήσω, οἱ μαθητᾶδες του νὰ σὲ γενολοήσου». Πβ. τὸ ἀρχ. γενεαλογῶ.

Σημασιολογία

Κακολογῶ, ὑβρίζω τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας, τὸ γένος: Νὰ σοῦ γενολογήσω τὰ παππουδογονικά σου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/