ἀχαμνάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαμνάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχαμνάδα ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνός καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι). Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) ᾿Αδυναμία σωματικὴ σύνηθ.: ’Απὸ τὴν ἀχαμνάδα δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ ’ς τὰ πόδιˬα του. Συνών. ἀχάμνιˬα 1. 2) Τὸ νὰ μὴ εἶναί τι σφικτόν, ἀλλ’ ἀραιὸν τὴν σύστασιν, χαλαρότης, ἐπὶ γῆς Κρήτ. (Σητ.): Πολλὴ ἀχαμνάδα ἔχει τὸ χωράφι καὶ φοβοῦμαι πῶς θὰ πάῃ κάτω τὸ χειμῶνα (θὰ πάῃ κάτω = θὰ παρασυρθῇ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA