γενόχτενον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενόχτενον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γενόχτενον τὸ, Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γένι καὶ χτένι.

Σημασιολογία

Τὸ κτένιον τοῦ γενείου: Παροιμ. φρ. Τὸ γενόχτενον ἀτ’ ἐράευεν, ἅμα εἶχεν κιφάλ’ ’κ’ εἶχεν, ᾽κὶ ξέρω (ἐζήτει τὸ γενόκτενόν του, ἀλλὰ ἂν εἶχε ἢ ἂν δὲν εἶχε κεφάλι, δὲν γνωρίζω. ἐπὶ ἀνοήτων, μὴ δυναμένων νὰ συλλογισθοῦν ὀρθῶς).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/