γεντέκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεντέκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεντέκα ἡ. Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεντέκι ὡς μεγεθ.
Σημασιολογία
1) Μεγάλη καὶ πλατεῖα μάχαιρα Ἄκρ.: Τί τ᾿ σέρ’ς αὐτεί’ τ’ γεντέκα μαζὶ σ’ οὑλοένα; Ἄκρ. Ψαχν. Συνών. γεντέκι Β13. 2) Γυνή ἄπληστος εἰς τὴν ἐργασίαν Ψαχν.: Αὐτὴ ἡ Μαριˬὼ γεντέκα πού ᾽ναι ’ς τὴ δουλε͜ιά!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA