βουρλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουρλώνω Ἤπ. -ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 216 -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. βουρλώνου Θρᾴκ. (Αἶν.) βρουλλώνω Κρήτ. Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρλο.
Σημασιολογία
1) Διαπερῶ τι εἰς βοῦρλον Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Χίος -ΜΛελέκ. ἔνθ. ἀν.-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. : Συνών. ἀρμαθιˬάζω, βουρλιˬάζω Α1. 2) Ράπτω μὲ βοῦρλον ἀντὶ κλωστῆς Κρήτ.: ᾎσμ. Κ’ εἶχε τα κιˬ ἀναρραμένα, μὲ τὰ βροῦλλα βρουλλωμένα Συνών. βουρλιˬάζω Α8.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA