ἀχαμνένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχαμνένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχαμνένω, χαμνένω Πόντ. (Οἰν.) χαμνύνω Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀχαμνένω πολλαχ. ἀχαμνένου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Αράχ. Καλοσκοπ.) ἀχαμνύνω Ἤπ. Θήρ. Πελοπν. (Λακων.) ἀχαμνύνου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀχαμνιˬένω Πελοπν. (Κόρινθ.) ἀχαμνιˬένου Στερελλ. (Ναύπακτ.) Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχαμνός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Γίνομαι ἀχαμνός, ἀδύνατος, ἰσχναίνομαι πολλαχ. καὶ Τσακων.: ᾿Αχάμνυνε ἀπὸ τὴ νηστεία - ἀπ᾿ τὴν ἀρρώστιˬα πολλαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀδυναμιˬάζω. Καὶ μετβ. καθιστῶ ἀδύνατον, ἰσχνὸν Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πόντ. (Οἰν.) - Λεξ. Δημητρ.: Μ’ ἀχάμνυνι ἡ ἀρρώστιˬα Ζαγόρ. Συνών. ἀδυναμώνω, ἀδυνατίζω. Πβ. ἀποχαμνένω 2. 2) Χειροτερεύω, ἐπὶ ἀσθενῶν Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) 3) Χαλαρώνω, ξεσφίγγω Θρᾴκ. (Αἶν.) 4) Καθιστῶ τι ὑδαρὲς Κρήτ. (Σητ.) Πόντ. (Χαλδ.) κ.ἀ.: Πολλὰ τὴν ἐχάμνυνες τὴ ζύμη Σητ. Χάμνυνον τὸ ζουμάρ’ Χαλδ. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ὑδαρὴς Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Νάξ. (’Απύρανθ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Σύμ.: Βάνεις πολὺ νερὸ ’ς τὴ ζύμη καὶ θ' ἀχαμνύνῃ Απύρανθ. Βάλον νερὸν ᾿ς σὸ φαεῖν ἂς χαμνύν’ Τραπ. Χαλδ. ᾽Εχάμνυνεν τὸ φαεῖν αὐτόθ. 5) Καταπραΰνω καὶ ἀμτβ. Καταπραΰνομαι Πόντ. (Κερασ.) Πβ. ἀχαμνεύω, ἀχαμνιˬάζω, ἀχαμνίζω, ἀχαμνυνέσκω, ἀχαμνώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA