γεντίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεντίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουσιαστικό

Τυπολογία

γεντίκι τό, Λεξ. Γαζ. Μ.᾽Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. γεδίκι Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μ.᾿Εγκυκλ. γετίκιν Λυκ. (Λιβύσσ.) κετίκιν Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gedik.

Σημασιολογία

1) Προνομιοῦχον ἐμπράγματον δικαίωμα, ὅπερ ἔχει τις ἐπὶ ἀλλοτρίου ἀκινήτου πρὸς ἐξάσκησιν ἐπαγγέλματος ἔναντι καταβολῆς παγίου ἐτησίου χρηματικοῦ ποσοῦ εἰς τὸν ἰδιοκτήτην ἤ καὶ δικαίωμα ἐπιφανείας ἤ ἐμφυτεύσεως Λυκ. (Λιβύσσ.) -Λεξ. Περίδ. Βυζ. ᾿Ελευθερουδ. Μ.᾽Εγκυκλ. 2) Εἰδικὸς φόρος ἐπὶ τῶν βακουφικῶν κτημάτων Λεξ. Γαζ. Μ.᾿Εγκυκλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/