γερακάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γερακάκι τό, Κύθηρ. Πελοπν. (Μεσσ. Τριφυλ. Χατζ.) γερακάτσι Εὔβ. (Κουρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράκι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Ὁ μικρὸς ἱέραξ Πελοπν. (Μεσσ. Τριφυλ. Χατζ.) 2) Γερακάγι, ὃ ἰδ. Εὔβ. (Κουρ.) 3) Μικρὸν πτηνὸν φέρον ἐρυθρὸν πτίλωμα περὶ τὸν λαιμόν, ἴσως ὁ ἀλλαχοῦ ἀετομάχος, Κύθηρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπον Γιρακά’ Μακεδ. (Κοζάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/