ἀργυροχτενίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυροχτενίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργυροχτενίζω Πελοπν. (Γορτυν.) Μέσ. ἀργυροχτενίζομαι Κάρπ. Μετοχ. ἀργυρουχτινισμένους Μακεδ. (Σίτοβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀργυρόχτενο.
Σημασιολογία
Κτενίζω δι᾿ ἀργυροῦ κτενίου ἔνθ᾽ ἄν.: ᾊσμ. Λοῦσε με, μάννα, λοῦσε με κιˬ ἀργυροχτένισέ με γιατ᾿ ἔχω στράτα νὰ διˬαβῶ καὶ δρόμο νὰ περάσω Γορτυν. Φραγκοπούλλα λούνετο | κιˬ ἀργυροχτενίζετο Κάρπ. Ναυτοῦ ψηλὰ ποῦ κάθισι, ψηλὰ ’ς τὰ παραθύριˬα ἀπόλνα τὰ ξανθὰ μαλλιˬὰ τ᾿ ἀργυρουχτινισμένα νὰ φκε͜ιάσου σκάλα ν᾿ ἀνιβῶ, νὰ ’ρθῶ ’ς τὴν ἀγκαλεˬά σου, νὰ φ’λήσου τ᾽ ἄσπρου τοὺ λιμό, τοὺ γαλανὸ τοὺ μάτι (ναυτοῦ=αὐτοῦ) Σίτοβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA