βουρτσὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρτσὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βουρτσὶ τό, Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.)-Λεξ. Δημητρ. βουρτσὶν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) βρουτσὶν Κύπρ. φουρτσίν Πόντ. (Ἀμισ.) φρουτσὶν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βούρτσα.

Σημασιολογία

1) Βουρτσάκι 1, ὃ ἰδ., Λεξ. Δημητρ. 2) Εἶδος σκληρᾶς βούρτσας Πόντ. (Οἰν.) 3) Εἶδος βούρτσας ἐκ τριχῶν χοίρου χρησιμοποιουμένης ἐν τῇ κατεργασίᾳ τῆς καννάβεως Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ.): Ἔπαρε τὸ βουρτσὶ βούρτσισο τὸ καννάβ’ Ὄφ. Συνών. *βουρτσόπουλλον. β) Θρὶξ χοίρου Πόντ. (Ἀμισ.) 4) Δέσμη τριχῶν Κύπρ. : Ἐβγάλασι μαλλιˬὰ βρουτσιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/