βουρτσίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρτσίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουρτσίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ματζούκ. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) βουρτσίζου βόρ. ἰδιώμ. βουρτίζω Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βουρτίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βρουτσίζω Ρόδ. βρουτσίζ-ζω Σύμ. βρουσίζω Μύκ. φουρτσίζω Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) φουρτίζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) φρουτσίζω Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βουρτσίζω, ὅπερ ἐκ τοῦ βυρτσίζω Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ.483 (ἔκδ. GWagner σ. 158) «καὶ περὶ τοῦ μαλλίου μου πολλὰ ἔχω νὰ λέγω, | βυρτσίζουσι, κτενίζουσιν καὶ νήθουσι τὸ νῆμα».
Σημασιολογία
1) Καθαρίζω τι διὰ βούρτσας κοιν. : Βουρτσίζω τὸ καππέλλο–τὸ φόρεμα-τὸ παλτὸ κττ. κοιν. Συνών. βουρτσάρω. 2) Στιλβώνω τι διὰ βούρτσας κοιν. : Βουρτσίζω τὰ παπούτσιˬα. Συνών. γυˬαλίζω, λουστράρω. 3) Καθαρίζω τὴν κάνναβιν δι’ εἰδικῆς βούρτσας Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. : Ἐβούρτσισα τὸ καννάβ’ Τραπ. Ζόρικα βουρτσείεται ἀοῦ τὸ καννάβ’ (ἀοῦ=τοῦτο) Ὄφ. β) Ἀποσπῶ, μαδῶ Πόντ. (Ματζούκ. Οἰν.) : Βουρτίζω τὰ μαλλία μου Οἰν. Βουρτσίζω τὸ κλαδὶν (μαδῶ τὰ φύλλα του) Ματζούκ. 4) Κτυπῶ τὸ γάλα διὰ τὴν ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου Λεξ. Αἰν. 5) Ὀλισθαίνω, ἐκφεύγω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ματζούκ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Τὸ μααίρ’ ἐβούρτσιξεν ἀσ’ σὸ έρι μ᾿ κ᾿ ἐρροῦξεν ἀφκὰ (τὸ μαχαίρι ἐγλίστρησεν ἀπὸ τὸ χέρι μου κ’ ἔπεσε κάτω) Χαλδ. Συνών. γλιστρῶ, ξεφεύγω. 6) Μόλις προβάλλω μακρόθεν ἐρχόμενος Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ἐβούρτζιξεν ἀσ' σὸ ρακάν’ ἀπάν’ (ἐπρόβαλεν ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου) Ἴμερ. Ἐβούρτσιξεν ὁ ἥλεν (=ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος) Σταυρ. ‖ ᾎσμ. Χριστέ μου, κιˬ ἂς ἐφούρτσιζεν κἀνένας καβαλλάρις! τὸν λόγον ἀτ’ς 'κ’ ἐπλέρωσεν, φουρτσίζει καβαλλάρις Κερασ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA