γερακᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερακᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γερακᾶτος ἐπίθ. Ἤπ. -Passow, Carm. popular., 573 Κ.Τεφαρίκ., Λιανοτράγ. 12, 157 Κ.Κρυστάλλ., Πεζογραφ., 2, 147 -Λεξ. Πρω. Δημητρ. γιρακᾶτους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀγερακᾶτος Χίος (Αὐγών.) ’ερακᾶτος Κάλυμν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεράκι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὁμοιάζων πρὸς ἱέρακα κατὰ τὸ χρῶμα ἢ τὸ σχῆμα Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κάλυμν. –Passow, ἔνθ’ ἀν. Κ.Τεφαρίκ., ἔνθ’ ἀν. Κ.Κρυστάλλ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Μάτιˬα γιρακᾶτα Αἶν. Αἶγα ᾿ερακάτη (αἴξ τῆς ὁποίας τὸ τρίχωμα ἔχει τὸ χρῶμα τοῦ ἱέρακος) Κάλυμν. Μύτη γερακάτη (γρυπὴ) Κ.Κρυστάλλ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Τὰ μαῦρα μάτιˬα δυˬὸ φλουριˬά, τὰ γερακᾶτα δέκα κ᾿ ἐκε͜ιὰ τὰ καταγάλανα σαράντα ’ς τὴ γαζέτα Passow, ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ὡς οὐσ., εἶδος μεγάλου κοχλίου, ἔχοντος τὸ χρῶμα τοῦ ἱέρακος Χίος (Αὐγών.) Συνών. καράβολας, καραμανιˬός, φλωρίτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/